χορίαμβος: Difference between revisions
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1366.png Seite 1366]] ὁ, in der Metrik ein viersylbiger Versfuß, aus einem Choreus od. Trochäus und einem Jambus bestehend [- ñ ñ- ], Gramm. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1366.png Seite 1366]] ὁ, in der Metrik ein viersylbiger Versfuß, aus einem Choreus od. Trochäus und einem Jambus bestehend [- ñ ñ- ], Gramm. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χορίαμβος:''' ὁ стих. хориамб (стопа ‒∪∪‒). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>(μετρ.)</b> [[τετρασύλλαβος]] [[εξάσημος]] [[πους]], αποτελούμενος από τροχαίο και ίαμβο, ο [[οποίος]] έχει τον μετρικό τόνο στην πρώτη ή στην τέταρτη [[συλλαβή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χορ</i>-<i>εῖος</i> «[[είδος]] μετρικού ποδός» <span style="color: red;">+</span> [[ἴαμβος]]. | |mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>(μετρ.)</b> [[τετρασύλλαβος]] [[εξάσημος]] [[πους]], αποτελούμενος από τροχαίο και ίαμβο, ο [[οποίος]] έχει τον μετρικό τόνο στην πρώτη ή στην τέταρτη [[συλλαβή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χορ</i>-<i>εῖος</i> «[[είδος]] μετρικού ποδός» <span style="color: red;">+</span> [[ἴαμβος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:55, 3 October 2022
English (LSJ)
ὁ, in metre, choriambus, i.e. foot of four syllables (- -), consisting of a chorius (- ) and iambus ( -), Heph.3.3, Aristid. Quint.1.22.
German (Pape)
[Seite 1366] ὁ, in der Metrik ein viersylbiger Versfuß, aus einem Choreus od. Trochäus und einem Jambus bestehend [- ñ ñ- ], Gramm.
Russian (Dvoretsky)
χορίαμβος: ὁ стих. хориамб (стопа ‒∪∪‒).
Greek (Liddell-Scott)
χορίαμβος: ὁ, ἐν τῇ μετρικῇ, ποὺς συγκείμενος ἐκ χορείου (= τροχαίου) καὶ ἰάμβου (-υυ-), Terent. Maur.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
(μετρ.) τετρασύλλαβος εξάσημος πους, αποτελούμενος από τροχαίο και ίαμβο, ο οποίος έχει τον μετρικό τόνο στην πρώτη ή στην τέταρτη συλλαβή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορ-εῖος «είδος μετρικού ποδός» + ἴαμβος.