χθονοτρεφής: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />nourri par la terre.<br />'''Étymologie:''' [[χθών]], [[τρέφω]].
|btext=ής, ές :<br />nourri par la terre.<br />'''Étymologie:''' [[χθών]], [[τρέφω]].
}}
{{elru
|elrutext='''χθονοτρεφής:''' [[произведенный землей]], [[земной]] (ἐδανὸν ἢ [[ποτόν]] Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χθονοτρεφής:''' -ές ([[τρέφω]]), αυτός που τρέφεται από τη γη, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''χθονοτρεφής:''' -ές ([[τρέφω]]), αυτός που τρέφεται από τη γη, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''χθονοτρεφής:''' [[произведенный землей]], [[земной]] (ἐδανὸν ἢ [[ποτόν]] Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=χθονο-τρεφής, ές [[τρέφω]]<br />[[bred]] from [[earth]], Aesch.
|mdlsjtxt=χθονο-τρεφής, ές [[τρέφω]]<br />[[bred]] from [[earth]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 16:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χθονοτρεφής Medium diacritics: χθονοτρεφής Low diacritics: χθονοτρεφής Capitals: ΧΘΟΝΟΤΡΕΦΗΣ
Transliteration A: chthonotrephḗs Transliteration B: chthonotrephēs Transliteration C: chthonotrefis Beta Code: xqonotrefh/s

English (LSJ)

ές, bred from earth, ἐδανόν A.Ag.1407 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1355] ές, von der Erde, vom Lande genährt, Aesch. Ag. 1381.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
nourri par la terre.
Étymologie: χθών, τρέφω.

Russian (Dvoretsky)

χθονοτρεφής: произведенный землей, земной (ἐδανὸν ἢ ποτόν Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

χθονοτρεφής: -ές, ὁ ἐκ τῆς γῆς τραφεὶς ἢ τρεφόμενος, χθονοτρεφὲς ἐδανὸν ἢ ποτὸν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1407.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που τρέφεται από τη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χθών, χθονός + -τρεφής (< τρέφω), πρβλ. ἀνεμο-τρεφής, ὑδατο-τρεφής].

Greek Monotonic

χθονοτρεφής: -ές (τρέφω), αυτός που τρέφεται από τη γη, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

χθονο-τρεφής, ές τρέφω
bred from earth, Aesch.