φοινικιοῦς: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1295.png Seite 1295]] ᾶ, οῦν, 1) = [[φοινίκεος]], Ar. Av. 272. – 2) τὸ φοινικιοῦν, ein Gerichtshof in Athen, nach seiner Farbe benannt, Paus. 1, 28, 8. Vgl. [[βατραχιοῦν]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1295.png Seite 1295]] ᾶ, οῦν, 1) = [[φοινίκεος]], Ar. Av. 272. – 2) τὸ φοινικιοῦν, ein Gerichtshof in Athen, nach seiner Farbe benannt, Paus. 1, 28, 8. Vgl. [[βατραχιοῦν]].
}}
{{elru
|elrutext='''φοινῑκιοῦς:''' οῦσσα, οῦν [[φοῖνιξ]] I] ярко-красный, пурпурный ([[ὄρνις]] Arph.; τὸ [[φῶς]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 11: Line 14:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φοινῑκιοῦς:''' -οῦσσα, -οῦν, = [[φοινίκεος]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''φοινῑκιοῦς:''' -οῦσσα, -οῦν, = [[φοινίκεος]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''φοινῑκιοῦς:''' οῦσσα, οῦν [[φοῖνιξ]] I] ярко-красный, пурпурный ([[ὄρνις]] Arph.; τὸ [[φῶς]] Arst.).
}}
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[crimson]]
|woodrun=[[crimson]]
}}
}}

Latest revision as of 17:00, 3 October 2022

German (Pape)

[Seite 1295] ᾶ, οῦν, 1) = φοινίκεος, Ar. Av. 272. – 2) τὸ φοινικιοῦν, ein Gerichtshof in Athen, nach seiner Farbe benannt, Paus. 1, 28, 8. Vgl. βατραχιοῦν.

Russian (Dvoretsky)

φοινῑκιοῦς: οῦσσα, οῦν φοῖνιξ I] ярко-красный, пурпурный (ὄρνις Arph.; τὸ φῶς Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

φοινῑκιοῦς: οῦσα, οῦν, = φοινίκεος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 272, Ἀριστ. π. Χρωμ. 2. 2, 3. 12., 5. 19, κ. ἀλλ. ΙΙ. φοινικιοῦν, τό, δικαστήριόν τι ἐν Ἀθήναις κληθὲν ἐκ τοῦ χρώματος τῶν τοίχων αὐτοῦ, Παυσ. 1. 28, 8· πρβλ. βατραχιοῦν.

Greek Monolingual

–οῦσσα, -οῦν, Α
1. αυτός που έχει πορφυρό, χρώμα, φοινίκεος (Ι)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φοινικιοῦν
(στην Αθήνα) δικαστήριο που ονομάστηκε έτσι από το πορφυρό χρώμα τών τοίχων της πρόσοψής του και το οποίο λειτούργησε μέχρι το 150 περίπου μ.Χ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος «το πορφυρό χρώμα». Ο τ. έχει προέλθει με συμφυρμό τών επιθ. φοινίκιος και φοινικοῦς.

Greek Monotonic

φοινῑκιοῦς: -οῦσσα, -οῦν, = φοινίκεος, σε Αριστοφ.

English (Woodhouse)

crimson

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)