ἀκύθηρος: Difference between revisions

From LSJ

φύσις ἁπάντων τῶν διδαγμάτων κρατεῖ → Natura superat omne doctrinae genusNatur ist überlegen jedem Unterricht

Menander, Monostichoi, 213
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[sin gracia]], [[sin encanto]] Cic.<i>Fam</i>.7.32.2, τὸ ἀ. Eun.<i>VS</i> 457.
|dgtxt=-ον<br />[[sin gracia]], [[sin encanto]] Cic.<i>Fam</i>.7.32.2, τὸ ἀ. Eun.<i>VS</i> 457.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκύθηρος:''' (ῠ) лишенный прелести, некрасивый Cic.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκύθηρος]], -ον (Α)<br />ο [[αναφρόδιτος]], αυτός που δεν έχει ερωτικά θέλγητρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>Κυθήρη</i>, [[άλλη]] [[ονομασία]] της Αφροδίτης].
|mltxt=[[ἀκύθηρος]], -ον (Α)<br />ο [[αναφρόδιτος]], αυτός που δεν έχει ερωτικά θέλγητρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>Κυθήρη</i>, [[άλλη]] [[ονομασία]] της Αφροδίτης].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκύθηρος:''' (ῠ) лишенный прелести, некрасивый Cic.
}}
}}

Revision as of 17:26, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκύθηρος Medium diacritics: ἀκύθηρος Low diacritics: ακύθηρος Capitals: ΑΚΥΘΗΡΟΣ
Transliteration A: akýthēros Transliteration B: akythēros Transliteration C: akythiros Beta Code: a)ku/qhros

English (LSJ)

ον,(Κῠθήρη) like ἀναφρόδιτος, without charms, Cic.Fam. 7.32.2; τὸ ἀ Eun.VSp.457.14B.

Spanish (DGE)

-ον
sin gracia, sin encanto Cic.Fam.7.32.2, τὸ ἀ. Eun.VS 457.

Russian (Dvoretsky)

ἀκύθηρος: (ῠ) лишенный прелести, некрасивый Cic.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκύθηρος: -ον, (Κῠθήρη), ὡς τὸ ἀναφρόδιτος, Λατ. invenustus, ἄνευ θελγήτρων, Κικ. Fam. 7. 32, 2, Εὐνάπ. 10.

Greek Monolingual

ἀκύθηρος, -ον (Α)
ο αναφρόδιτος, αυτός που δεν έχει ερωτικά θέλγητρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + Κυθήρη, άλλη ονομασία της Αφροδίτης].