ἀποπίνω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν αὐτὸν αἰνεῖν καὶ ψέγειν ἀνδρὸς κακοῦ → Hominis mali est culpare, quem laudaverit → Den selben lobt und tadelt nur ein schlechter Mann

Menander, Monostichoi, 506
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=boire de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[πίνω]].
|btext=boire de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[πίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποπίνω:''' (ῑ) выпивать Her.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποπίνω:''' [ῑ], μέλ. -[[πίομαι]], αόρ. βʹ <i>-έπῐον</i>· [[πίνω]] [[μέρος]] του ποτού από ένα μεγάλο [[αγγείο]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀποπίνω:''' [ῑ], μέλ. -[[πίομαι]], αόρ. βʹ <i>-έπῐον</i>· [[πίνω]] [[μέρος]] του ποτού από ένα μεγάλο [[αγγείο]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποπίνω:''' (ῑ) выпивать Her.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=to [[drink]] up, [[drink]] off, Hdt.
|mdlsjtxt=to [[drink]] up, [[drink]] off, Hdt.
}}
}}

Revision as of 18:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπίνω Medium diacritics: ἀποπίνω Low diacritics: αποπίνω Capitals: ΑΠΟΠΙΝΩ
Transliteration A: apopínō Transliteration B: apopinō Transliteration C: apopino Beta Code: a)popi/nw

English (LSJ)

[ῑ], drink up, drink off, Hdt.4.70; ὅσον ἂν ἀποπίῃ Critias 33: abs., Philostr.Ep.60.

Spanish (DGE)

beber, apurar hasta el fondo abs. Hdt.4.70, Philostr.Ep.60, PMag.13.441
ὅσον ἂν ἀποπίῃ Critias B 33.

German (Pape)

[Seite 319] (s. πίνω), davon trinken, Her. 4, 70; Philostr.

French (Bailly abrégé)

boire de, gén..
Étymologie: ἀπό, πίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποπίνω: (ῑ) выпивать Her.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπίνω: [ῑ], μέλλ. -πίομαι, πίνω μέρος τοῦ ποτοῦ, κατεύχονται πολλὰ καὶ ἔπειτα ἀποπίνουσιν (ἐκ τῆς μεγάλης κύλικος) Ἡρόδ. 4. 70, ἔνθα ὑπονοητέον τὸν οἶνον· εἰ δὲ καὶ ἀποπίοις ποτέ, πᾶν τὸ καταλειπόμενον γίνεται θερμότερον τῷ ἄσθματι Φιλοστρ. Ἐπισπ. 23, σ. 923· μ. γεν., δριμέος ὄξους ἀπέπιεν Συνέσ. 20D.

Greek Monolingual

ἀποπίνω)
νεοελλ.
πίνω εντελώς
αρχ.
πίνω μέρος μόνο από κάποιο ποτό.

Greek Monotonic

ἀποπίνω: [ῑ], μέλ. -πίομαι, αόρ. βʹ -έπῐον· πίνω μέρος του ποτού από ένα μεγάλο αγγείο, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

to drink up, drink off, Hdt.