ἀτυράννευτος: Difference between revisions
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />non gouverné par des tyrans.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[τυραννεύω]]. | |btext=ος, ον :<br />non gouverné par des tyrans.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[τυραννεύω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀτῠράννευτος:''' [[неподвластный тираннам]] ([[Λακεδαίμων]] Thuc.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀτῠράννευτος:''' -ον ([[τυραννεύω]]), αυτός που δεν κυβερνιέται από τυράννους, σε Θουκ. | |lsmtext='''ἀτῠράννευτος:''' -ον ([[τυραννεύω]]), αυτός που δεν κυβερνιέται από τυράννους, σε Θουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 18:50, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, not ruled by tyrants, free from tyrants, Th.1.18, D.C.37.22, Chor.p.208B.:—also ἀτύραννος, ον, Phryn.PSp.30B.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἀτυράννητος Clem.Al.Strom.4.26.172, Apoll.quod un.11
1 no gobernado por tiranos de Esparta, Th.1.18, διαίτη D.C.37.22.3, γονή Chor.Decl.9.1 (p.388), πόλις ref. a la Iglesia, Clem.Al.l.c.
•subst. falta de gobierno tiránico τὸ ἀ. D.C.47.42.3, Apoll.l.c.
•fig. c. dat. no sometido a la tiranía de ἀτυράννευτον ... τὴν διάνοιαν ἔχοντες ταῖς τῆς σαρκὸς ἡδοναῖς Cyr.Al.M.76.641B.
2 adv. -ως sin tiranía ἀ. καὶ ἐλευθέρως Cyr.Al.M.76.641C.
German (Pape)
[Seite 390] nicht von Tyrannen beherrscht, Thuc. 1, 18.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non gouverné par des tyrans.
Étymologie: ἀ, τυραννεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἀτῠράννευτος: неподвластный тираннам (Λακεδαίμων Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀτῠράννευτος: -ον, ὁ μὴ ὑπὸ τυράννων κυβερνώμενος, Θουκ. 1. 18. ― Ἐπίρρ. -τως Κύριλλ. Ἀλ. κ. Ἰουλ. 3. σ. 93: ― ὥσαύτως ἀτυράννητος, ον, Κλήμ. Ἀλ. Ι. 1381Α: ― ἀ-τύραννος, όν, Α. Β. 19. 3.
Greek Monolingual
ἀτυράννευτος και ἀτυράννητος, -ον (Α)
αυτός που δεν κυβερνιέται από τυράννους.
Greek Monotonic
ἀτῠράννευτος: -ον (τυραννεύω), αυτός που δεν κυβερνιέται από τυράννους, σε Θουκ.
Middle Liddell
τυραννεύω
not ruled by tyrants, Thuc.