ἐντερικός: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0855.png Seite 855]] zum Innern, zu den Eingeweiden gehörig, Arist. part. an. 3, 14.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0855.png Seite 855]] zum Innern, zu den Eingeweiden gehörig, Arist. part. an. 3, 14.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐντερικός:''' [[кишечный]] (ἀποφυάδες Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐντερικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα έντερα («εντερική [[πάθηση]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το ουδ. πληθ. ως. ουσ.) <i>τὰ ἐντερικά</i><br />ασθένειες ή λοιμώξεις τών εντέρων.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐντερικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα έντερα («εντερική [[πάθηση]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το ουδ. πληθ. ως. ουσ.) <i>τὰ ἐντερικά</i><br />ασθένειες ή λοιμώξεις τών εντέρων.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐντερικός:''' [[кишечный]] (ἀποφυάδες Arst.).
}}
}}

Revision as of 19:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντερικός Medium diacritics: ἐντερικός Low diacritics: εντερικός Capitals: ΕΝΤΕΡΙΚΟΣ
Transliteration A: enterikós Transliteration B: enterikos Transliteration C: enterikos Beta Code: e)nteriko/s

English (LSJ)

ή, όν, intestinal, ἀποφυάδες Arist.PA675a17.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
anat. intestinal ἀποφυὰς ἐντερική apéndice intestinal Arist.PA 675a18.

German (Pape)

[Seite 855] zum Innern, zu den Eingeweiden gehörig, Arist. part. an. 3, 14.

Russian (Dvoretsky)

ἐντερικός: кишечный (ἀποφυάδες Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐντερικός: -ή, -όν, ὁ τῶν ἐντέρων, εἰς τὰ ἔντερα ἀνήκων, ἀποφυάδες ἐντερικαὶ Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 4.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐντερικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα έντερα («εντερική πάθηση»)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως. ουσ.) τὰ ἐντερικά
ασθένειες ή λοιμώξεις τών εντέρων.