ἐπιχαρής: Difference between revisions

From LSJ

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />réjouissant, agréable.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιχαίρω]].
|btext=ής, ές :<br />réjouissant, agréable.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιχαίρω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιχᾰρής:''' [[радостный]], [[приятный]] (τινι Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιχᾰρής:''' -ές ([[χαρά]]), [[ευχάριστος]], [[αρεστός]], [[προσηνής]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἐπιχᾰρής:''' -ές ([[χαρά]]), [[ευχάριστος]], [[αρεστός]], [[προσηνής]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιχᾰρής:''' [[радостный]], [[приятный]] (τινι Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐπι-χᾰρής, ές [[χαρά]]<br />[[gratifying]], [[agreeable]], Aesch.
|mdlsjtxt=ἐπι-χᾰρής, ές [[χαρά]]<br />[[gratifying]], [[agreeable]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 19:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιχαρής Medium diacritics: ἐπιχαρής Low diacritics: επιχαρής Capitals: ΕΠΙΧΑΡΗΣ
Transliteration A: epicharḗs Transliteration B: epicharēs Transliteration C: epicharis Beta Code: e)pixarh/s

English (LSJ)

ές, A gratifying, agreeable, τίς ὧδε τλησικάρδιος.., ὅτῳ τάδ' ἐπιχαρῆ; A.Pr.161 (lyr.); πόρνη καλὴ καὶ ἐ. LXX Na.3.4. II of a person, rejoiced at, πτώματι ἐχθρῶν LXX Jb.31.29.

German (Pape)

[Seite 1002] ές, 11 erfreuend, angenehm, τινί, Aesch. Prom. 160. – 21 erfreut worüber, τινί, LXX.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
réjouissant, agréable.
Étymologie: ἐπιχαίρω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιχᾰρής: радостный, приятный (τινι Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιχᾰρής: -ές, εὐχάριστος, χαροποιός, τίς ὧδε τλησικάρδιος θεῶν, ὅτῳ τάδ’ ἐπιχαρῆ; Αἰσχύλ. Πρ. 160. ΙΙ. ἐπὶ προσώπου, ὁ χαίρων ἐπί τινι, εἰ δὲ καὶ ἐπιχαρὴς ἐγενόμην πτώματι ἐχθρῶν μου Ἑβδ. (Ἰὼβ ΛΑ΄, 29).

Greek Monolingual

ἐπιχαρής, -ές (Α)
1. ευχάριστος, χαροποιός («τίς ὧδε τλησικάρδιος θεῶν, ὅτῳ τάδ’ ἐπιχαρῆ;» — ποιός απ’ τους θεούς είναι τόσο ασυγκίνητος ώστε αυτά να τον χαροποιούν; Αισχύλ.)
2. (για πρόσ.) αυτός που χαίρεται για κάτι («εἰ δὲ καὶ ἐπιχαρὴς ἐγενόμην πτώματι ἐχθρῶν μου» — αν χάρηκα για την πτώση, την ήττα τών εχθρών μου, ΠΔ)
3. (για πρόσωπο) ελκυστικός, γοητευτικόςπόρνη καλή καὶ ἐπιχαρής», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -χαρής < χάρος, το ή θ. χαρ- (ε-χάρ-ην)].

Greek Monotonic

ἐπιχᾰρής: -ές (χαρά), ευχάριστος, αρεστός, προσηνής, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ἐπι-χᾰρής, ές χαρά
gratifying, agreeable, Aesch.