ἑπτάτονος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />à sept tons <i>ou</i> cordes.<br />'''Étymologie:''' [[ἑπτά]], [[τόνος]]. | |btext=ος, ον :<br />à sept tons <i>ou</i> cordes.<br />'''Étymologie:''' [[ἑπτά]], [[τόνος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἑπτάτονος:''' Eur. = [[ἑπτάφθογγος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἑπτάτονος:''' -ον, αυτός που αποτελείται από [[εφτά]] τόνους, [[επτάφωνος]], σε Ευρ. | |lsmtext='''ἑπτάτονος:''' -ον, αυτός που αποτελείται από [[εφτά]] τόνους, [[επτάφωνος]], σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἑπτά]]-τονος, ον<br />[[seven]]-toned, Eur. | |mdlsjtxt=[[ἑπτά]]-τονος, ον<br />[[seven]]-toned, Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:06, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, seven-toned, φόρμιγξ Terp.5; γᾶρυς B.Scol.Oxy.1361 Fr.1.2; λύρα Ion Eleg.3.3; χέλυς E.Alc.446 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1013] siebentönig, χέλυς Eur. Alc. 446 Here. Für. 683; λύρα I. A. 1129; sp. D., z. B. Nonn. D. 38, 303.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à sept tons ou cordes.
Étymologie: ἑπτά, τόνος.
Russian (Dvoretsky)
ἑπτάτονος: Eur. = ἑπτάφθογγος.
Greek (Liddell-Scott)
ἑπτάτονος: -ον, ἔχων ἑπτὰ τόνους, ἑπτάφωνος, Τέρπανδ. 1, Ἴων 3. 3. Εὐρ. Ἄλκ. 446.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἑπτάτονος, -ον)
(για μουσικό όργανο) με επτά τόνους («α. ἑπτάτονος φόρμιγξ, Τέρπ.
β. «ἑπτάτονος χέλυς», Ευρ.).
Greek Monotonic
ἑπτάτονος: -ον, αυτός που αποτελείται από εφτά τόνους, επτάφωνος, σε Ευρ.