ἔμβλεμμα: Difference between revisions

From LSJ

ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />regard dirigé sur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐμβλέπω]].
|btext=ατος (τό) :<br />regard dirigé sur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐμβλέπω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἔμβλεμμα:''' ατος τό взгляд: τὰ ἀναβλέμματα καὶ ἐμβλέμματα τὰ ἐπί τι Xen. взгляды, бросаемые то назад, то (снова) на что-л.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔμβλεμμα:''' -ατος, τό, [[βλέμμα]] κατ' ευθείαν προς [[κάτι]], κοίταγμα, «[[κάρφωμα]]» κατά [[πρόσωπο]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἔμβλεμμα:''' -ατος, τό, [[βλέμμα]] κατ' ευθείαν προς [[κάτι]], κοίταγμα, «[[κάρφωμα]]» κατά [[πρόσωπο]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔμβλεμμα:''' ατος τό взгляд: τὰ ἀναβλέμματα καὶ ἐμβλέμματα τὰ ἐπί τι Xen. взгляды, бросаемые то назад, то (снова) на что-л.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἔμβλεμμα]], ατος, τό,<br />a looking [[straight]] at, Xen. [from [[ἐμβλέπω]]
|mdlsjtxt=[[ἔμβλεμμα]], ατος, τό,<br />a looking [[straight]] at, Xen. [from [[ἐμβλέπω]]
}}
}}

Revision as of 20:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμβλεμμα Medium diacritics: ἔμβλεμμα Low diacritics: έμβλεμμα Capitals: ΕΜΒΛΕΜΜΑ
Transliteration A: émblemma Transliteration B: emblemma Transliteration C: emvlemma Beta Code: e)/mblemma

English (LSJ)

ατος, τό, looking straight at, X.Cyn.4.4.

Spanish (DGE)

-ματος, τό mirada de soslayo εἰς τὴν ὕλην X.Cyn.4.4.

German (Pape)

[Seite 805] τό, Blick ins Angesicht, Xen. Cyn. 4, 4.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
regard dirigé sur.
Étymologie: ἐμβλέπω.

Russian (Dvoretsky)

ἔμβλεμμα: ατος τό взгляд: τὰ ἀναβλέμματα καὶ ἐμβλέμματα τὰ ἐπί τι Xen. взгляды, бросаемые то назад, то (снова) на что-л.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμβλεμμα: τό, τὸ βλέπειν κατ’ εὐθεῖαν πρός τι, Ξεν. Κύρ. 4. 4.

Greek Monolingual

ἔμβλεμμα, το (Α)
βλέμμα κατά πρόσωπο, κατ' ευθείαν.

Greek Monotonic

ἔμβλεμμα: -ατος, τό, βλέμμα κατ' ευθείαν προς κάτι, κοίταγμα, «κάρφωμα» κατά πρόσωπο, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἔμβλεμμα, ατος, τό,
a looking straight at, Xen. [from ἐμβλέπω