ὑδρόμελι: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1174.png Seite 1174]] τό, Honigwasser, eine Art Meth; S. Emp. adv. mus. 44; Geopon.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1174.png Seite 1174]] τό, Honigwasser, eine Art Meth; S. Emp. adv. mus. 44; Geopon.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑδρόμελι:''' ιτος τό мед (напиток) Sext.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[ὑδρόμελι]], -μέλιτος, ΝΜΑ, και υδρομέλι Ν<br />[[είδος]] ποτού που παρασκευάζεται με αλκοολική [[ζύμωση]] διαλύματος μελιού σε [[νερό]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>συνεκδ.</b> φαρμακευτικό [[σκεύασμα]] από το [[παραπάνω]] [[μίγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υδρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μέλι]].
|mltxt=το / [[ὑδρόμελι]], -μέλιτος, ΝΜΑ, και υδρομέλι Ν<br />[[είδος]] ποτού που παρασκευάζεται με αλκοολική [[ζύμωση]] διαλύματος μελιού σε [[νερό]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>συνεκδ.</b> φαρμακευτικό [[σκεύασμα]] από το [[παραπάνω]] [[μίγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υδρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μέλι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑδρόμελι:''' ιτος τό мед (напиток) Sext.
}}
}}

Revision as of 21:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδρόμελι Medium diacritics: ὑδρόμελι Low diacritics: υδρόμελι Capitals: ΥΔΡΟΜΕΛΙ
Transliteration A: hydrómeli Transliteration B: hydromeli Transliteration C: ydromeli Beta Code: u(dro/meli

English (LSJ)

ιτος, τό, hydromel, later Gr. for μελίκρατον, Dsc.5.9, Ath.Med. ap. Orib.inc.23.3, S.E. M.6.44, Sor.1.52, Gal.6.274.

German (Pape)

[Seite 1174] τό, Honigwasser, eine Art Meth; S. Emp. adv. mus. 44; Geopon.

Russian (Dvoretsky)

ὑδρόμελι: ιτος τό мед (напиток) Sext.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδρόμελι: -ιτος, τό, εἶδος ποτοῦ ἐκ μέλιτος μεθ’ ὕδατος μεμιγμένου, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 6. 44, Διοσκ. 5. 17, Γαλην., κλπ.· οἱ Ἀττικοὶ ἔλεγον αὐτὸ μελίκρατον, ἴδε Μοῖρ. 254.

Greek Monolingual

το / ὑδρόμελι, -μέλιτος, ΝΜΑ, και υδρομέλι Ν
είδος ποτού που παρασκευάζεται με αλκοολική ζύμωση διαλύματος μελιού σε νερό
νεοελλ.
συνεκδ. φαρμακευτικό σκεύασμα από το παραπάνω μίγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + μέλι.