ὑπαλλάσσω: Difference between revisions

From LSJ

ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ Θεὸς κελεύει → man proposes, God disposes | men's wishes are different from what God orders | man's will is often different than God's decisions

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[ὑπαλλάττω]].
|btext=<i>c.</i> [[ὑπαλλάττω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπαλλάσσω:''' атт. [[ὑπαλλάττω]]<br /><b class="num">1)</b> [[подменивать]] или [[обменивать]] (τι Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> [[слегка изменять]] (τι Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπαλλάσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[ανταλλάσσω]], σε Λουκ.
|lsmtext='''ὑπαλλάσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[ανταλλάσσω]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπαλλάσσω:''' атт. [[ὑπαλλάττω]]<br /><b class="num">1)</b> [[подменивать]] или [[обменивать]] (τι Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> [[слегка изменять]] (τι Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[attic]] -ττω fut. ξω<br />to [[exchange]], Luc.
|mdlsjtxt=[[attic]] -ττω fut. ξω<br />to [[exchange]], Luc.
}}
}}

Revision as of 21:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπαλλάσσω Medium diacritics: ὑπαλλάσσω Low diacritics: υπαλλάσσω Capitals: ΥΠΑΛΛΑΣΣΩ
Transliteration A: hypallássō Transliteration B: hypallassō Transliteration C: ypallasso Beta Code: u(palla/ssw

English (LSJ)

Att. ὑπαλλάττω, A exchange, Plb.5.8.9, Luc.Sol.10:—Med., θνητὸν βίον ἀντ' ἀθανάτου Ph.1.37; but τὸ μῖσος τῇ εὐνοίᾳ by the goodwill, J.AJ15.3.2. 2 change a little, Plu.2.930c; τὸ τὴν οἰκείαν χώραν ὑπηλλαχός Gal.10.160; λουτρὰ καὶ θυμοὶ κτλ. ὑπαλλάττοντα τὴν κρᾶσιν Id.6.28, cf. 307, al.; alter the text of a book, τὰς παλαιὰς γραφάς Id.15.21, cf. 16.679, al.:—Med., change one's place, Poll.6.194; change one's bearing, πρός τινας Phot., Suid. s.v. Κωρυκαῖος:—Pass., ὑπηλλάχθαι εἰς . . Arist.Fr.580; ὅταν [βιβλίον] . . τινὰ . . ὑπηλλαγμένα ἔχῃ altered (from the first draft), Gal.15.424. 3 mortgage, ἀρούρας BGU301.9 (ii A. D.), cf. PStrassb.56.8 (iii A. D.), etc. II intr. in Act., change gradually, εἰς ἀνδρῶν ἡλικίαν Poll.2.10; of wine, Gal.15.629.

German (Pape)

[Seite 1181] att. -ττω, verwechseln, vertauschen, verändern, Pol. 3, 8, 9 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

c. ὑπαλλάττω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπαλλάσσω: атт. ὑπαλλάττω
1) подменивать или обменивать (τι Polyb.);
2) слегка изменять (τι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπαλλάσσω: Ἀττικ. -ττω, ἀνταλλάσσω, Πολύβ. 5. 8., 9 Λουκ. Σολοικ. 10. ― Μεσ., ὑπαλ. τι ἀντί τινος Φίλων 1. 37· τί τινι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 3, 2. 2) μεταβάλλω ὀλίγον, ἐλαφρῶς, Πλούτ. 2. 930B ― Μέσ., ἀλλάσσω τὴν θέσιν μου, «ὑπαπιέναι, ὑπαλλάττεσθαι, ὑπαφίστασθαι, ὑπεξίστασθαι» Πολυδ. ϛʹ, 194· μεταβάλλω τὸν τρόπον μου, πρός τινα Σουΐδ. καὶ Φώτ. ἐν λέξ. Κωρυκαῖος. ― Παθ., ὑπηλλάχθαι εἰς... Ἀριστ. Ἀποσπ. 539. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., βαθμηδὸν μεταβάλω, Πολυδ. Β΄, 10. ― Ἴδε Κόντου Κριτικὰ καὶ Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Ιϛʹ, σ. 507, 508, 512.

Greek Monolingual

και αττ. τ. ὑπαλλάττω Α
1. ανταλλάσσω
2. μετατρέπω, μεταβάλλω
3. μεταβάλλω ελαφρώς
4. (αμτβ.) υφίσταμαι βαθμιαίες μεταβολές
5. υποθηκεύω, ενεχυριάζω
6. μέσ. ὑπαλλάσσομαι
αλλάζω τη θέση μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + ἀλλάσσω.

Greek Monotonic

ὑπαλλάσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, ανταλλάσσω, σε Λουκ.

Middle Liddell

attic -ττω fut. ξω
to exchange, Luc.