ὑπολαμπής: Difference between revisions

From LSJ

βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui jette une faible lueur.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπολάμπω]].
|btext=ής, ές :<br />qui jette une faible lueur.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπολάμπω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπολαμπής:''' [[отсвечивающий]] (ἠλέκτρῳ Hes.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπολαμπής:''' -ές, αυτός που λάμπει, αστράφτει, γυαλίζει με υποτονικό φως, [[λάμψη]], σε Ησίοδ.
|lsmtext='''ὑπολαμπής:''' -ές, αυτός που λάμπει, αστράφτει, γυαλίζει με υποτονικό φως, [[λάμψη]], σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπολαμπής:''' [[отсвечивающий]] (ἠλέκτρῳ Hes.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑπο-[[λαμπής]], ές<br />[[shining]] with [[inferior]] [[lustre]], Hes.
|mdlsjtxt=ὑπο-[[λαμπής]], ές<br />[[shining]] with [[inferior]] [[lustre]], Hes.
}}
}}

Revision as of 22:06, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπολαμπής Medium diacritics: ὑπολαμπής Low diacritics: υπολαμπής Capitals: ΥΠΟΛΑΜΠΗΣ
Transliteration A: hypolampḗs Transliteration B: hypolampēs Transliteration C: ypolampis Beta Code: u(polamph/s

English (LSJ)

ές, shining with inferior lustre, σάκος . . ἠλέκτρῳθ' ὑπολαμπὲς ἔην, χρυσῷ τε φαεινῷ λαμπόμενον Hes.Sc.142.

German (Pape)

[Seite 1223] ές, darunter glänzend, durchschimmernd, ἠλέκτρῳ, Hes. Sc. 142; – etwas leuchtend, glänzend.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui jette une faible lueur.
Étymologie: ὑπολάμπω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπολαμπής: отсвечивающий (ἠλέκτρῳ Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπολαμπής: -ές, γεν. έος, ὁ λάμπων μὲ ἀμβλεῖαν λάμψιν, σάκος... ἠλέκτρῳ θ’ ὑπολαμπὲς ἔην, χρυσῷ τε φαεινῷ λαμπόμενον Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρακλ. 142.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που λάμπει αμυδρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -λαμπής (< λάμπω), πρβλ. περι-λαμπής].

Greek Monotonic

ὑπολαμπής: -ές, αυτός που λάμπει, αστράφτει, γυαλίζει με υποτονικό φως, λάμψη, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

ὑπο-λαμπής, ές
shining with inferior lustre, Hes.