ὕπαυλος: Difference between revisions
From LSJ
ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />sous l'abri de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[αὐλή]]. | |btext=ος, ον :<br />sous l'abri de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[αὐλή]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὕπαυλος:''' [[αὐλή]] находящийся под кровом: σκηνῆς ὕπαυλον εἴργειν τινά Soph. держать кого-л. в шатре. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὕπαυλος:''' -ον ([[αὐλή]]), αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από την [[αυλή]], [[αύλειος]], με γεν., σκηνῆς [[ὕπαυλος]], υπό τη [[σκέπη]] της σκηνής, σε Σοφ. | |lsmtext='''ὕπαυλος:''' -ον ([[αὐλή]]), αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από την [[αυλή]], [[αύλειος]], με γεν., σκηνῆς [[ὕπαυλος]], υπό τη [[σκέπη]] της σκηνής, σε Σοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 22:20, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, (αὐλή) under the court or in the court, c. gen., σκηνῆς ὕπαυλος under shelter of the tent, S.Aj.796.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sous l'abri de, gén..
Étymologie: ὑπό, αὐλή.
Russian (Dvoretsky)
ὕπαυλος: αὐλή находящийся под кровом: σκηνῆς ὕπαυλον εἴργειν τινά Soph. держать кого-л. в шатре.
Greek (Liddell-Scott)
ὕπαυλος: -ον, (αὐλὴ) ὁ ὑπὸ τὴν αὐλὴν ἢ ἐν τῇ αὐλῇ, μετά γεν., σκηνῆς ὕπαυλος, ὑπὸ τὴν σκέπην τῆς σκηνῆς, Σοφ. Αἴ. 796.
Greek Monotonic
ὕπαυλος: -ον (αὐλή), αυτός που βρίσκεται κάτω από την αυλή, αύλειος, με γεν., σκηνῆς ὕπαυλος, υπό τη σκέπη της σκηνής, σε Σοφ.
Middle Liddell
ὕπ-αυλος, ον, αὐλή
under or in the court, c. gen., σκηνῆς ὕπαυλος under shelter of the tent, Soph.