ὑπερβριθής: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "d’u" to "d'u")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />d’un poids excessif.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[βρῖθος]].
|btext=ής, ές :<br />d'un poids excessif.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[βρῖθος]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 08:40, 4 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερβρῑθής Medium diacritics: ὑπερβριθής Low diacritics: υπερβριθής Capitals: ΥΠΕΡΒΡΙΘΗΣ
Transliteration A: hyperbrithḗs Transliteration B: hyperbrithēs Transliteration C: ypervrithis Beta Code: u(perbriqh/s

English (LSJ)

ές, = ὑπερβαρής, ἄχθος S.Aj.951.

German (Pape)

[Seite 1193] ές, poet. = ὑπερβαρής, überlastet, überschwer, Soph. Ai. 931, ἄχθος.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
d'un poids excessif.
Étymologie: ὑπέρ, βρῖθος.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερβρῑθής: непомерно тяжелый (ἄχθος Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερβρῑθής: -ές, γεν. έος, = ὑπερβαρής, Σοφ. Αἴ. 951.

Greek Monolingual

-ές, Α
βαρυφορτωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -βριθής (< βρῖθος < βρίθω «είμαι γεμάτος»), πρβλ. ἐπι-βριθής].

Greek Monotonic

ὑπερβρῑθής: -ές (βρῖθος), γεν. -έος, = ὑπερβαρής, σε Σοφ.

Middle Liddell

ὑπερ-βρῑθής, ές βρῖθος = ὑπερβαρής, Soph.]