γευστός: Difference between revisions

From LSJ

Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein

Menander, Monostichoi, 314
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
(CSV import)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γευστός]], -ή, -όν (Α)<br />[[εκείνος]] τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να γευθεί, να δοκιμάσει ή να φάει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[γευστός]] [[είναι]] μτγν. και προήλθε από το σύνθετο [[άγευστος]]].
|mltxt=[[γευστός]], -ή, -όν (Α)<br />[[εκείνος]] τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να γευθεί, να δοκιμάσει ή να φάει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[γευστός]] [[είναι]] μτγν. και προήλθε από το σύνθετο [[άγευστος]]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[que puede ser percibido por el gusto]] οὐδὲν [[οὔτε]] γ. οὔθ' ἁπτόν Plu.2.38a, cf. Arist.<i>Rh</i>.1370<sup>a</sup>23, Ph.1.386, Plot.4.4.26, Porph.<i>Abst</i>.1.33, fig. de Dios εἰ γ. ἐστιν ὁ Κύριος Origenes M.12.1308C<br /><b class="num">•</b> subst. [[τὸ γευστόν]] = [[el sabor]] τὸ δὲ γευστὸν ἐστιν ἁπτόν τι Arist.<i>de An</i>.422<sup>a</sup>8.<br /><b class="num">2</b> [[gustativo]] [[ποιότης]] Gal.1.130.
}}
}}

Revision as of 14:50, 6 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γευστός Medium diacritics: γευστός Low diacritics: γευστός Capitals: ΓΕΥΣΤΟΣ
Transliteration A: geustós Transliteration B: geustos Transliteration C: gefstos Beta Code: geusto/s

English (LSJ)

ή, όν, that may be tasted, τὸ γ. Arist.Rh.1370a23, de An.422a8, Plu.2.38a, Porph.Abst.1.33.

German (Pape)

[Seite 487] was gekostet werden kann, Arist. anim. 3, 10.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
dont on peut goûter.
Étymologie: adj. verb. de γεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γευστός -ή -όν [γεύομαι] wat geproefd kan worden.

Russian (Dvoretsky)

γευστός: имеющий вкус или ощущаемый на вкус (γ. καὶ ἄγευστος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

γευστός: -ή, -όν, οὗ δύναταί τις νὰ γευθῇ, τὸ γ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 5, π. Ψυχ. 2. 10, 3, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

γευστός, -ή, -όν (Α)
εκείνος τον οποίο μπορεί κανείς να γευθεί, να δοκιμάσει ή να φάει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. γευστός είναι μτγν. και προήλθε από το σύνθετο άγευστος].

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 que puede ser percibido por el gusto οὐδὲν οὔτε γ. οὔθ' ἁπτόν Plu.2.38a, cf. Arist.Rh.1370a23, Ph.1.386, Plot.4.4.26, Porph.Abst.1.33, fig. de Dios εἰ γ. ἐστιν ὁ Κύριος Origenes M.12.1308C
subst. τὸ γευστόν = el sabor τὸ δὲ γευστὸν ἐστιν ἁπτόν τι Arist.de An.422a8.
2 gustativo ποιότης Gal.1.130.