δυσαπιστέω: Difference between revisions
From LSJ
Εὐχῆς δικαίας οὐκ ἀνήκοος θεός → Numquam deus surdescit ad iustas preces → Der angemessnen Bitte öffnet Gott sein Ohr
m (LSJ2 replacement) |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=dusapiste/w | |Beta Code=dusapiste/w | ||
|Definition=v. [[δυσάπιστος]]. | |Definition=v. [[δυσάπιστος]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[creer a duras penas]], [[desconfiar]], Euagr.Schol.<i>HE</i> 4.33, Hdn.<i>Exc.Verb</i>.7.30, <i>Anecd.Ludw</i>.158.3. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσαπιστέω''': δυσκόλως ἀπιστῶ, εὐκόλως [[πιστεύω]] παρατατ. δυσηπίστουν (δυσαρεστῶ δυσηρέστουν), Κ. Λάσκ. ἐν τῇ Γραμματικῇ (Ἑλλ. Πατρολ. Migne τ. 161, σ. 936). | |lstext='''δυσαπιστέω''': δυσκόλως ἀπιστῶ, εὐκόλως [[πιστεύω]] παρατατ. δυσηπίστουν (δυσαρεστῶ δυσηρέστουν), Κ. Λάσκ. ἐν τῇ Γραμματικῇ (Ἑλλ. Πατρολ. Migne τ. 161, σ. 936). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:00, 6 October 2022
English (LSJ)
v. δυσάπιστος.
Spanish (DGE)
creer a duras penas, desconfiar, Euagr.Schol.HE 4.33, Hdn.Exc.Verb.7.30, Anecd.Ludw.158.3.
German (Pape)
[Seite 676] ein δυσάπιστος sein, B. A. 1285.
Greek (Liddell-Scott)
δυσαπιστέω: δυσκόλως ἀπιστῶ, εὐκόλως πιστεύω παρατατ. δυσηπίστουν (δυσαρεστῶ δυσηρέστουν), Κ. Λάσκ. ἐν τῇ Γραμματικῇ (Ἑλλ. Πατρολ. Migne τ. 161, σ. 936).