ὑπερευφραίνομαι: Difference between revisions

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)" to "$3$1$2")
 
Line 1: Line 1:
{{elru
|elrutext='''ὑπερευφραίνομαι:''' [[чрезвычайно радоваться]] (τι Luc.).
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπερευφραίνομαι''': Παθ., [[χαίρω]] εἰς ὑπερβολήν, Λουκ. Ἔρωτ. 5 αὐτὸ τοῦτο, διά…, ὁ αὐτ. ἐν Ἰκαρομ. 2· ἐπί τινι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 7. 1, 3.
|lstext='''ὑπερευφραίνομαι''': Παθ., [[χαίρω]] εἰς ὑπερβολήν, Λουκ. Ἔρωτ. 5 αὐτὸ τοῦτο, διά…, ὁ αὐτ. ἐν Ἰκαρομ. 2· ἐπί τινι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 7. 1, 3.
Line 4: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερευφραίνομαι:''' Παθ., [[χαίρομαι]] υπερβολικά, σε Λουκ.
|lsmtext='''ὑπερευφραίνομαι:''' Παθ., [[χαίρομαι]] υπερβολικά, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερευφραίνομαι:''' [[чрезвычайно радоваться]] (τι Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />Pass. to [[rejoice]] [[exceedingly]], Luc.
|mdlsjtxt=<br />Pass. to [[rejoice]] [[exceedingly]], Luc.
}}
}}

Latest revision as of 18:12, 6 October 2022

Russian (Dvoretsky)

ὑπερευφραίνομαι: чрезвычайно радоваться (τι Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερευφραίνομαι: Παθ., χαίρω εἰς ὑπερβολήν, Λουκ. Ἔρωτ. 5 αὐτὸ τοῦτο, διά…, ὁ αὐτ. ἐν Ἰκαρομ. 2· ἐπί τινι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 7. 1, 3.

Greek Monotonic

ὑπερευφραίνομαι: Παθ., χαίρομαι υπερβολικά, σε Λουκ.

Middle Liddell


Pass. to rejoice exceedingly, Luc.