ὑποστεγάζω: Difference between revisions

From LSJ

μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποστεγάζω''': ἴδε [[ὑποστενάζω]] ΙΙ· - ὑποστέγασμα, τό, διάφορ. γραφ. παρὰ [[Πολυδ]]. Ζ΄, 208.
|lstext='''ὑποστεγάζω''': ἴδε [[ὑποστενάζω]] ΙΙ· - ὑποστέγασμα, τό, διάφορ. γραφ. παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 208.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποστεγάζω:''' [[υποστηρίζω]], [[υποστυλώνω]] από [[κάτω]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ὑποστεγάζω:''' [[υποστηρίζω]], [[υποστυλώνω]] από [[κάτω]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 18:15, 6 October 2022

Middle Liddell

to support from underneath, Aesch.

Russian (Dvoretsky)

ὑποστεγάζω: носить на себе, выдерживать (Aesch. - v. l. ὑποστενάζω).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποστεγάζω: ἴδε ὑποστενάζω ΙΙ· - ὑποστέγασμα, τό, διάφορ. γραφ. παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 208.

Greek Monotonic

ὑποστεγάζω: υποστηρίζω, υποστυλώνω από κάτω, σε Αισχύλ.