ἀπροθέτως: Difference between revisions
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (eles replacement) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀπροθέτως]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br />[[χωρίς]] [[πρόθεση]], όχι σκόπιμα. | |mltxt=[[ἀπροθέτως]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br />[[χωρίς]] [[πρόθεση]], όχι σκόπιμα. | ||
}} | |||
{{eles | |||
|esgtx=[[involuntariamente]], [[maquinalmente]] | |||
}} | }} |
Revision as of 17:02, 12 October 2022
English (LSJ)
Adv., (προτίθημι) undesignedly, Plb.9.12.6.
German (Pape)
[Seite 338] unvorsätzlich, Pol. 9, 12.
Russian (Dvoretsky)
ἀπροθέτως: без заранее обдуманного плана Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπροθέτως: ἐπίρρ. (προτίθημι) ἄνευ προθέσεως, τὰ μὲν οὖν ἀπροθέτως ἐν τοῖς πολεμικοῖς συμβαίνοντα πράξεις μὲν οὐδαμῶς ἁρμόζει λέγειν, περιπετείας δὲ καὶ συγκυρήσεις μᾶλλον Πολύβ. 9. 12, 6: πρβλ. καὶ Σουΐδ. ἐν λέξει.
Greek Monolingual
ἀπροθέτως επίρρ. (Α)
χωρίς πρόθεση, όχι σκόπιμα.