Φωκαιεύς: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς δὲ τοῖς ἀργοῖσιν οὐ παρίσταται → Longe est auxilium numinis ab inertibus → Umsonst erhofft der Träge Beistand sich von Gott

Menander, Monostichoi, 242
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-έως, ο, ΝΑ, και αττ. τ. [[Φωκαεύς]], -έως, Α<br />ο [[κάτοικος]] της Φώκαιας, πόλης της Μικράς Ασίας<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>με σημ. επιθ.</b>) αυτός που προέρχεται από την [[παραπάνω]] [[πόλη]], [[φωκαϊκός]] («λαβὼν τριακόσιους στατῆρας Φωκαεῑς», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Φώκαια]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i>].
|mltxt=-έως, ο, ΝΑ, και αττ. τ. [[Φωκαεύς]], -έως, Α<br />ο [[κάτοικος]] της Φώκαιας, πόλης της Μικράς Ασίας<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>με σημ. επιθ.</b>) αυτός που προέρχεται από την [[παραπάνω]] [[πόλη]], [[φωκαϊκός]] («λαβὼν τριακόσιους στατῆρας Φωκαεῖς», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Φώκαια]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:10, 13 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Φωκαιεύς Medium diacritics: Φωκαιεύς Low diacritics: Φωκαιεύς Capitals: ΦΩΚΑΙΕΥΣ
Transliteration A: Phōkaieús Transliteration B: Phōkaieus Transliteration C: Fokaiefs Beta Code: *fwkaieu/s

English (LSJ)

Attic Φωκαεύς, ὁ, Phocaean, Hdt. 1.163, Th. 1.13, etc.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
habitant de Phocée.
Étymologie: Φώκαια.

Greek Monolingual

-έως, ο, ΝΑ, και αττ. τ. Φωκαεύς, -έως, Α
ο κάτοικος της Φώκαιας, πόλης της Μικράς Ασίας
αρχ.
(με σημ. επιθ.) αυτός που προέρχεται από την παραπάνω πόλη, φωκαϊκός («λαβὼν τριακόσιους στατῆρας Φωκαεῖς», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Φώκαια + κατάλ. -εύς].

Greek Monotonic

Φωκαιεύς: Αττ. Φωκᾱεύς, -έως, , κάτοικος της Φωκίδας, σε Ηρόδ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

Φωκαιεύς: έως ὁ уроженец или житель Фокеи, фокеец Her.

Middle Liddell

a Phocaean, Hdt., Thuc.