επικοιμώμαι: Difference between revisions
From LSJ
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς") |
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἐπικοιμῶμαι, -άομαι (Α) [[κοιμώμαι]]<br /><b>1.</b> [[κοιμάμαι]] [[μετά]] από [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>(απολ.)</b> [[πέφτω]] σε ύπνο, [[αποκοιμιέμαι]] («[[ἀλλά]] μοι | |mltxt=ἐπικοιμῶμαι, -άομαι (Α) [[κοιμώμαι]]<br /><b>1.</b> [[κοιμάμαι]] [[μετά]] από [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>(απολ.)</b> [[πέφτω]] σε ύπνο, [[αποκοιμιέμαι]] («[[ἀλλά]] μοι δοκεῖς... οὐ καθεύδων ἐπικεκοιμῆσθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) στον ύπνο [[συμπιέζω]] κάποιον («καὶ ἀπέθανεν ὁ υἱὸς τῆς γυναικὸς ταύτην τὴν [[νύκτα]] ώς ἐπεκοιμήθη ἐπ’ αὐτόν», ΠΔ)<br /><b>4.</b> [[κοιμάμαι]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] («ἐπεκοιμᾱτο αὐτοῖς», δηλ. τοῖς βιβλίοις, <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>5.</b> (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) <i>ἐπικεκοιμημένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />[[αδιάφορος]], [[αμελής]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:14, 13 October 2022
Greek Monolingual
ἐπικοιμῶμαι, -άομαι (Α) κοιμώμαι
1. κοιμάμαι μετά από κάτι
2. (απολ.) πέφτω σε ύπνο, αποκοιμιέμαι («ἀλλά μοι δοκεῖς... οὐ καθεύδων ἐπικεκοιμῆσθαι», Πλάτ.)
3. (για πρόσ.) στον ύπνο συμπιέζω κάποιον («καὶ ἀπέθανεν ὁ υἱὸς τῆς γυναικὸς ταύτην τὴν νύκτα ώς ἐπεκοιμήθη ἐπ’ αὐτόν», ΠΔ)
4. κοιμάμαι πάνω σε κάτι («ἐπεκοιμᾱτο αὐτοῖς», δηλ. τοῖς βιβλίοις, Λουκιαν.)
5. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) ἐπικεκοιμημένος, -η, -ον
αδιάφορος, αμελής.