ευμαρής: Difference between revisions

From LSJ

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐμαρής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[ευχερής]], [[εύκολος]] (α. «ευμάρεα προλέξαις», Αλκ.<br />β. «εὐμαρὲς [[χείρωμα]]» — εύκολη [[λεία]], <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) εὐμαρές ἐστι» ή «ἐν εὐμαρεῑ ἐστι» — [[είναι]] εύκολο<br />β) «ἐξ εὐμαροῦς» — με εύκολο τρόπο<br /><b>3.</b> [[άφθονος]], [[φθηνός]] («εὐμαρὴς σῑτος», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>4.</b> (σπαν. για αφηρ. έννοιες θεωρούμενες ως πρόσ.) αυτός που δίνει [[ανακούφιση]] («[[χρόνος]] γὰρ ευμαρὴς [[θεός]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[ευγενής]]<br /><b>6.</b> αυτός που παρέχει [[άνεση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐμαρῶς</i> (ΑΜ), ποιητ. τ. εὐμαρέως (Α)<br /><b>1.</b> με [[ευχέρεια]], εύκολα («τυχὼν εὐμαρῶς τούτου», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> ηπίως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[μάρη]] «[[χέρι]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ευμάρεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ευμαρέω</i>, [[ευμαρότης]]].
|mltxt=[[εὐμαρής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[ευχερής]], [[εύκολος]] (α. «ευμάρεα προλέξαις», Αλκ.<br />β. «εὐμαρὲς [[χείρωμα]]» — εύκολη [[λεία]], <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) εὐμαρές ἐστι» ή «ἐν εὐμαρεῖ ἐστι» — [[είναι]] εύκολο<br />β) «ἐξ εὐμαροῦς» — με εύκολο τρόπο<br /><b>3.</b> [[άφθονος]], [[φθηνός]] («εὐμαρὴς σῑτος», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>4.</b> (σπαν. για αφηρ. έννοιες θεωρούμενες ως πρόσ.) αυτός που δίνει [[ανακούφιση]] («[[χρόνος]] γὰρ ευμαρὴς [[θεός]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[ευγενής]]<br /><b>6.</b> αυτός που παρέχει [[άνεση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐμαρῶς</i> (ΑΜ), ποιητ. τ. εὐμαρέως (Α)<br /><b>1.</b> με [[ευχέρεια]], εύκολα («τυχὼν εὐμαρῶς τούτου», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> ηπίως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[μάρη]] «[[χέρι]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ευμάρεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ευμαρέω</i>, [[ευμαρότης]]].
}}
}}

Revision as of 09:35, 13 October 2022

Greek Monolingual

εὐμαρής, -ές (Α)
1. ευχερής, εύκολος (α. «ευμάρεα προλέξαις», Αλκ.
β. «εὐμαρὲς χείρωμα» — εύκολη λεία, Αισχύλ.)
2. φρ. α) εὐμαρές ἐστι» ή «ἐν εὐμαρεῖ ἐστι» — είναι εύκολο
β) «ἐξ εὐμαροῦς» — με εύκολο τρόπο
3. άφθονος, φθηνός («εὐμαρὴς σῑτος», επιγρ.)
4. (σπαν. για αφηρ. έννοιες θεωρούμενες ως πρόσ.) αυτός που δίνει ανακούφισηχρόνος γὰρ ευμαρὴς θεός», Σοφ.)
5. ευγενής
6. αυτός που παρέχει άνεση.
επίρρ...
εὐμαρῶς (ΑΜ), ποιητ. τ. εὐμαρέως (Α)
1. με ευχέρεια, εύκολα («τυχὼν εὐμαρῶς τούτου», Λουκιαν.)
2. ηπίως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μάρη «χέρι».
ΠΑΡ. ευμάρεια
αρχ.
ευμαρέω, ευμαρότης].