ευχερής
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ εὐχερής, -ές)
αυτός τον οποίο εύκολα χειρίζεται κάποιος, αυτός που γίνεται ή πραγματοποιείται εύκολα, ο εύκολος, ο άκοπος
μσν.
ικανός σε κάτι
αρχ.
1. (για πρόσ. και ζώα) α) ενδοτικός, υποχωρητικός, εύκολος, βολικός
β) επιδέξιος, επιτήδειος, ικανός
2. (με κακή σημ.) αυτός που ενεργεί εύκολα, επιπόλαια, αυτός που έχει ελαστική συνείδηση, ο ηθικά ανερμάτιστος
3. φρ. α) «εὐχερές ἐστι» — είναι εύκολο
β) «ἐν εὐχερεῖ τίθημι» — θεωρώ κάτι ως εύκολο, δεν αποδίδω την πρέπουσα σημασία σε κάτι, το παίρνω ελαφρά
γ) «τὸ εὐχερές τῶν ὀνομάτων» — η ευκολία χρήσεως τών ονομάτων.
επίρρ...
ευχερώς (ΑΜ εὐχερῶς)
με ευχέρεια, εύκολα, άνετα, άκοπα
αρχ.
1. απερίσκεπτα, ανόητα, επιπόλαια
2. πρόθυμα
3. φρ. «εὐχερῶς ἔχω πρός τι» — έχω κλίση, διάθεση, τάση προς κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη είναι σύνθετη με α' σύνθ. ευ
για το β' σύνθ. υπάρχουν ερμηνευτικές δυσχέρειες (πρβλ. το αντίθετο δυσ-χερής). Παραδοσιακά η λ. θεωρήθηκε σύνθετη με β' σύνθ. χειρ, αλλά τόσο μορφολογικά (θα αναμενόταν χειρ- αντί χερ-) όσο και σημασιολογικά η ερμηνεία αυτή δεν είναι απόλυτα ικανοποιητική. Κατ' άλλους, το β' σύνθ. της λέξεως ανάγεται στη ρίζα του χαίρω. Θα πρέπει όμως να υποτεθεί απαθής βαθμίδα χέρος (πρβλ. ευμενής -μένος), ενώ όλα τα σύνθετα του χαίρω με θέμα -ς σχηματίζονται με την ασθενή βαθμίδα (πρβλ. περι-χαρής κ.ά.)].