εύογκος: Difference between revisions

From LSJ

Βούλου δ' ἀρέσκειν πᾶσι, μὴ σαυτῷ μόνῳ → Studeas placere cunctis, non soli tibi → Such allen zu gefallen, nicht nur dir allein

Menander, Monostichoi, 76
m (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔογκος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει καλό, αρκετό όγκο, ο [[ογκώδης]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[εὔογκος]] [[φωνή]]» — ηχηρή (σε [[αντιδιαστολή]] με την [[ψιλή]]) [[φωνή]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[βαρύς]], [[σπουδαίος]]<br /><b>4.</b> αυτός που έχει [[σχετικώς]] μεγάλο όγκο ή έχει διασταλεί σε όγκο («τοιοῦτον γὰρ ἀποτελεῑ τὸ θερμόν, εὐογκότερον καὶ παχύτερον καὶ ξηρότερον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> (για [[τροφή]]) αυτός που προκαλεί [[φούσκωμα]], [[διόγκωση]] της κοιλιάς<br /><b>6.</b> [[φορητός]], ευκολομετακόμιστος, αυτός που μεταφέρεται εύκολα λόγω του μέτριου όγκου του («τὰ εὔογκα τῶν ἀναθημάτων», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «εὔογκον [[στρατόπεδον]]» — ευμετακίνητο και ευκολοκυβέρνητο [[στρατόπεδο]] λόγω του μικρού όγκου του<br /><b>8.</b> (μτφ. για λόγο ή ύφος) ο [[μετρημένος]] στην [[έκφραση]] ή στην [[έκταση]], ο [[σύμμετρος]] [[προς]] το [[περιεχόμενο]] («τῆς λέξεως τὸ εὔογκον καὶ λιτὸν [[ὕφος]]», <b>Πλούτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐόγκως</i> (Α)<br /><b>φρ.</b> «εὐόγκως [[διάγω]]» — [[διατηρώ]] κανονική [[ευσαρκία]], έχω κανονικό όγκο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>όγκος</i>].
|mltxt=[[εὔογκος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει καλό, αρκετό όγκο, ο [[ογκώδης]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[εὔογκος]] [[φωνή]]» — ηχηρή (σε [[αντιδιαστολή]] με την [[ψιλή]]) [[φωνή]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[βαρύς]], [[σπουδαίος]]<br /><b>4.</b> αυτός που έχει [[σχετικώς]] μεγάλο όγκο ή έχει διασταλεί σε όγκο («τοιοῦτον γὰρ ἀποτελεῖ τὸ θερμόν, εὐογκότερον καὶ παχύτερον καὶ ξηρότερον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> (για [[τροφή]]) αυτός που προκαλεί [[φούσκωμα]], [[διόγκωση]] της κοιλιάς<br /><b>6.</b> [[φορητός]], ευκολομετακόμιστος, αυτός που μεταφέρεται εύκολα λόγω του μέτριου όγκου του («τὰ εὔογκα τῶν ἀναθημάτων», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «εὔογκον [[στρατόπεδον]]» — ευμετακίνητο και ευκολοκυβέρνητο [[στρατόπεδο]] λόγω του μικρού όγκου του<br /><b>8.</b> (μτφ. για λόγο ή ύφος) ο [[μετρημένος]] στην [[έκφραση]] ή στην [[έκταση]], ο [[σύμμετρος]] [[προς]] το [[περιεχόμενο]] («τῆς λέξεως τὸ εὔογκον καὶ λιτὸν [[ὕφος]]», <b>Πλούτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐόγκως</i> (Α)<br /><b>φρ.</b> «εὐόγκως [[διάγω]]» — [[διατηρώ]] κανονική [[ευσαρκία]], έχω κανονικό όγκο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>όγκος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 09:35, 13 October 2022

Greek Monolingual

εὔογκος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει καλό, αρκετό όγκο, ο ογκώδης
2. φρ. «εὔογκος φωνή» — ηχηρή (σε αντιδιαστολή με την ψιλή) φωνή
3. μτφ. βαρύς, σπουδαίος
4. αυτός που έχει σχετικώς μεγάλο όγκο ή έχει διασταλεί σε όγκο («τοιοῦτον γὰρ ἀποτελεῖ τὸ θερμόν, εὐογκότερον καὶ παχύτερον καὶ ξηρότερον», Αριστοτ.)
5. (για τροφή) αυτός που προκαλεί φούσκωμα, διόγκωση της κοιλιάς
6. φορητός, ευκολομετακόμιστος, αυτός που μεταφέρεται εύκολα λόγω του μέτριου όγκου του («τὰ εὔογκα τῶν ἀναθημάτων», Πλούτ.)
7. φρ. «εὔογκον στρατόπεδον» — ευμετακίνητο και ευκολοκυβέρνητο στρατόπεδο λόγω του μικρού όγκου του
8. (μτφ. για λόγο ή ύφος) ο μετρημένος στην έκφραση ή στην έκταση, ο σύμμετρος προς το περιεχόμενο («τῆς λέξεως τὸ εὔογκον καὶ λιτὸν ὕφος», Πλούτ.).
επίρρ...
εὐόγκως (Α)
φρ. «εὐόγκως διάγω» — διατηρώ κανονική ευσαρκία, έχω κανονικό όγκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + όγκος].