Θησεῖδαι: Difference between revisions

From LSJ

πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Θησεῑδαι, οἱ (Α)<br />οι απόγονοι του Θησέως, δηλ. οι Αθηναίοι («δεινὰ δὲ Θησειδᾱν ἀκμά» — [[είναι]] φοβερή η [[ανδρεία]] τών απογόνων του Θησέως, <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> κύριο όν. [[Θησεύς]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίδης</i>, δηλωτική της καταγωγής (πρβλ. <i>Αλκμεων</i>-<i>ίδης</i>, <i>λαγω</i>-<i>ίδης</i>)].
|mltxt=Θησεῖδαι, οἱ (Α)<br />οι απόγονοι του Θησέως, δηλ. οι Αθηναίοι («δεινὰ δὲ Θησειδᾱν ἀκμά» — [[είναι]] φοβερή η [[ανδρεία]] τών απογόνων του Θησέως, <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> κύριο όν. [[Θησεύς]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίδης</i>, δηλωτική της καταγωγής (πρβλ. <i>Αλκμεων</i>-<i>ίδης</i>, <i>λαγω</i>-<i>ίδης</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Θησεῖδαι:''' οἱ, οι γιοι του Θησέα, δηλ. οι Αθηναίοι, σε Σοφ.
|lsmtext='''Θησεῖδαι:''' οἱ, οι γιοι του Θησέα, δηλ. οι Αθηναίοι, σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 09:42, 13 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Θησεῖδαι Medium diacritics: Θησεῖδαι Low diacritics: Θησείδαι Capitals: ΘΗΣΕΙΔΑΙ
Transliteration A: Thēseîdai Transliteration B: Thēseidai Transliteration C: THiseidai Beta Code: *qhsei=dai

English (LSJ)

οἱ, sons of Theseus, i.e. Athenians, S.OC1066 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

Θησεῖδαι: οἱ, ἀπόγονοι τοῦ Θησέως, δηλ. οἱ Ἀθηναῖοι, Σοφ. Ο. Κ. 1066.

Greek Monolingual

Θησεῖδαι, οἱ (Α)
οι απόγονοι του Θησέως, δηλ. οι Αθηναίοι («δεινὰ δὲ Θησειδᾱν ἀκμά» — είναι φοβερή η ανδρεία τών απογόνων του Θησέως, Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < κύριο όν. Θησεύς + κατάλ. -ίδης, δηλωτική της καταγωγής (πρβλ. Αλκμεων-ίδης, λαγω-ίδης)].

Greek Monotonic

Θησεῖδαι: οἱ, οι γιοι του Θησέα, δηλ. οι Αθηναίοι, σε Σοφ.