πεῖσις: Difference between revisions

From LSJ

Σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → Sometimes silence is preferable to words → Est ubi loquelā melius est silentium → Das Schweigen ist dem Reden manchmal vorzuziehn

Menander, Monostichoi, 477
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ἡ, Α<br /><b>1.</b> το [[πάθος]], το [[νόσημα]], η [[ασθένεια]] («πᾶν τὸ [[σῶμα]] αἰσθήσεται τὴν πεῑσιν», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ πείσεις</i><br /><b>μτφ.</b> οι μέτριες και ευγενείς ορμές, τα λεπτότερα και πιο ήπια αισθήματα του ανθρώπου («κινήσεις και πείσεις της ψυχής», Φίλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[πάσχω]].<br /> <b>(II)</b><br />ἡ, Α [[πείθω]]<br />η [[πειθώ]], η κατάπειση.
|mltxt=<b>(I)</b><br />ἡ, Α<br /><b>1.</b> το [[πάθος]], το [[νόσημα]], η [[ασθένεια]] («πᾶν τὸ [[σῶμα]] αἰσθήσεται τὴν πεῖσιν», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ πείσεις</i><br /><b>μτφ.</b> οι μέτριες και ευγενείς ορμές, τα λεπτότερα και πιο ήπια αισθήματα του ανθρώπου («κινήσεις και πείσεις της ψυχής», Φίλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[πάσχω]].<br /> <b>(II)</b><br />ἡ, Α [[πείθω]]<br />η [[πειθώ]], η κατάπειση.
}}
}}

Revision as of 09:49, 13 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεῖσις Medium diacritics: πεῖσις Low diacritics: πείσις Capitals: ΠΕΙΣΙΣ
Transliteration A: peîsis Transliteration B: peisis Transliteration C: peisis Beta Code: pei=sis

English (LSJ)

εως, ἡ, (πάσχω, πείσομαι) A = πάθος, Hp.Loc.Hom. 1, Sor.2.3, Gal.1.141; ἡ χολέρα π. τοῦ στομάχου Cass.Pr.59, cf. Alex.Aphr.Pr. 1.138: generally, affection, susceptibility, κινήσεις καὶ π. ψυχῆς Ph.1.617; αἰσθητικαί, σωματικαὶ π., M.Ant.3.6, 7.55; πείσεων καὶ παθῶν S.E.M.7.384; ποίησίν τε καὶ π. Plot.3.1.4, cf. 3.6.7, al. II (πείθὠ persuasion, Id.2.9.14(pl.).

German (Pape)

[Seite 547] ἡ, = πάθος, Hipp.; bei spätern Philosophen hießen πείσεις bes. die mäßigern u. edlern Leidenschaften, S. Emp. öfter, ἐκ τῶν περὶ αὐτῷ πείσεων καὶ παθῶν, adv. log. 1, 384; vgl. M. Ant. 3, 6. ἡ, Überredung, Sp.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεῖσις -εως, ἡ [πάσχω] geneesk. ziekte.

Russian (Dvoretsky)

πεῖσις: εως ἡ πάσχω филос. душевное волнение, эмоция Sext.

Greek (Liddell-Scott)

πεῖσις: -εως, ἡ, (πάσχω, πείσομαι) = πάθος, Ἱππ. 408. 26, Γαλην., κλ.· - παρὰ μεταγεν. φιλοσόφοις πείσεις καλοῦνται τὰ λεπτότερα καὶ ἠπιώτερα αἰσθήματα, αἱ ὁρμαί, Φίλων 1. 617, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 383, κτλ., ἴδε Gataker εἰς Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 3. 6.

Greek Monolingual

(I)
ἡ, Α
1. το πάθος, το νόσημα, η ασθένεια («πᾶν τὸ σῶμα αἰσθήσεται τὴν πεῖσιν», Ιπποκρ.)
2. στον πληθ. αἱ πείσεις
μτφ. οι μέτριες και ευγενείς ορμές, τα λεπτότερα και πιο ήπια αισθήματα του ανθρώπου («κινήσεις και πείσεις της ψυχής», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πάσχω.
(II)
ἡ, Α πείθω
η πειθώ, η κατάπειση.