Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σωματώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δ' ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ → The unexamined life is not worth living

Plato, Apology of Socrates 38a
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες / [[σωματώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ [[σώμα]], <i>σώματος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εύσωμος]], αυτός που έχει ανεπτυγμένο, ογκώδες [[σώμα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />πηγμένος, στερεοποιημένος, [[στερεός]] («πᾱν δὲ [[γάλα]] ἔχει ἰχῶρα ὑδατώδη, ὃ καλεῑται ὀρὸς καὶ σωματῶδες, ὃ καλεῑται [[τυρός]]», <b>Αριστοτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σωματωδῶς</i> Μ<br />[[κατά]] τρόπο σωματώδη, με [[στερεοποίηση]], με [[πήξη]].
|mltxt=-ες / [[σωματώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ [[σώμα]], <i>σώματος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εύσωμος]], αυτός που έχει ανεπτυγμένο, ογκώδες [[σώμα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />πηγμένος, στερεοποιημένος, [[στερεός]] («πᾱν δὲ [[γάλα]] ἔχει ἰχῶρα ὑδατώδη, ὃ καλεῖται ὀρὸς καὶ σωματῶδες, ὃ καλεῖται [[τυρός]]», <b>Αριστοτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σωματωδῶς</i> Μ<br />[[κατά]] τρόπο σωματώδη, με [[στερεοποίηση]], με [[πήξη]].
}}
}}

Revision as of 10:00, 13 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωμᾰτώδης Medium diacritics: σωματώδης Low diacritics: σωματώδης Capitals: ΣΩΜΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: sōmatṓdēs Transliteration B: sōmatōdēs Transliteration C: somatodis Beta Code: swmatw/dhs

English (LSJ)

ες, = σωματοειδής 1, Arist.HA521b27; τὰ σ. Id.GA737a35, al.: Comp. and Sup. -έστερος, -έστατος, Id.Pr.863b9, PA647a20.

German (Pape)

[Seite 1060] ες, = σωματοειδής, Ath. II, 42 a; Theophr.

Russian (Dvoretsky)

σωμᾰτώδης: Arst. = σωματοειδής.

Greek (Liddell-Scott)

σωμᾰτώδης: -ες, = σωματοειδής, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 20. 6· τὰ σωματώδη ὁ αὐτ. περὶ Ζ. Γεν. 2. 3. 19, κ. ἀλλ. - Συγκρ. καὶ ὑπερθετ. -έστερος, -έστατος, ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 1. 37, 2, περὶ Ζ. Μορ. 2. 1, 17.

Greek Monolingual

-ες / σωματώδης, -ῶδες, ΝΜΑ σώμα, σώματος]]
νεοελλ.
εύσωμος, αυτός που έχει ανεπτυγμένο, ογκώδες σώμα
μσν.-αρχ.
πηγμένος, στερεοποιημένος, στερεός («πᾱν δὲ γάλα ἔχει ἰχῶρα ὑδατώδη, ὃ καλεῖται ὀρὸς καὶ σωματῶδες, ὃ καλεῖται τυρός», Αριστοτ.).
επίρρ...
σωματωδῶς Μ
κατά τρόπο σωματώδη, με στερεοποίηση, με πήξη.