ἀλοῶ: Difference between revisions
From LSJ
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
(big3_3) |
(CSV import) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=v. [[ἀλοάω]]. | |dgtxt=v. [[ἀλοάω]]. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=([[ἁλωνίζω]], ραβδίζω). Ἀπό τό [[ἀλωή]], δωρ. [[ἀλωά]] καί ἀττ. [[ἅλως]] (=ἁλώνι) πού παράγεται ἀπό τήν ἴδια ρίζα αλ- τοῦ [[ἀλέω]] (=[[ἀλέθω]]). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ἀλόησις]] (=ἁλώνισμα), [[ἀλοητέος]], [[ἀλοητής]] (=ἁλωνιστής), ὁ [[ἀλοητός]] (=ἁλώνισμα), [[ἀλοιάω]] (ἐπικ. τοῦ [[ἀλοάω]]), [[ἀλοίησις]], [[ἀλοιητήρ]], [[ἐπαλώστης]] (=αὐτός πού ὁδηγεῖ τά βόδια [[κατά]] τό ἁλώνισμα), [[πατραλοίας]] [[μητραλοίας]] (=αὐτός πού δέρνει ἤ σκοτώνει τόν πατέρα τή μητέρα του). | |||
}} | }} |
Revision as of 13:55, 14 October 2022
Spanish (DGE)
v. ἀλοάω.
Mantoulidis Etymological
(ἁλωνίζω, ραβδίζω). Ἀπό τό ἀλωή, δωρ. ἀλωά καί ἀττ. ἅλως (=ἁλώνι) πού παράγεται ἀπό τήν ἴδια ρίζα αλ- τοῦ ἀλέω (=ἀλέθω). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀλόησις (=ἁλώνισμα), ἀλοητέος, ἀλοητής (=ἁλωνιστής), ὁ ἀλοητός (=ἁλώνισμα), ἀλοιάω (ἐπικ. τοῦ ἀλοάω), ἀλοίησις, ἀλοιητήρ, ἐπαλώστης (=αὐτός πού ὁδηγεῖ τά βόδια κατά τό ἁλώνισμα), πατραλοίας μητραλοίας (=αὐτός πού δέρνει ἤ σκοτώνει τόν πατέρα τή μητέρα του).