οἰωνοσκόπος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
(CSV import) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[augur]] | |woodrun=[[augur]] | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[μάντις]]). Ἀπό τό [[οἰωνός]] + σκοπῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:40, 14 October 2022
English (LSJ)
ὁ, = οἰωνιστής, E. Supp. 500, IG 12(8).528 (Thasos), Epigr.Gr. 391 (Trajanopolis); = Latin augur, DH. 3.70, etc.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui observe le vol ou le cri des oiseaux ; augure.
Étymologie: οἰωνός, σκοπέω.
Russian (Dvoretsky)
οἰωνοσκόπος: ὁ птицегадатель Eur.
Greek (Liddell-Scott)
οἰωνοσκόπος: ὁ, = οἰωνιστής, Εὐρ. Ἱκέτ. 500, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 371.
Greek Monotonic
οἰωνοσκόπος: ὁ, = οἰωνιστής, σε Ευρ.
Middle Liddell
οἰωνο-σκόπος, ὁ, = οἰωνιστής, Eur.]
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=μάντις). Ἀπό τό οἰωνός + σκοπῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.