ὁλοσίδηρος: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(CSV import)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὁλοσίδηρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από σίδηρο<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ὁλοσίδηροι</i><br />στρατιώτες που φορούσαν σιδερένια [[πανοπλία]].
|mltxt=[[ὁλοσίδηρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από σίδηρο<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ὁλοσίδηροι</i><br />στρατιώτες που φορούσαν σιδερένια [[πανοπλία]].
}}
{{elmes
|esmgtx=-ον [[hecho todo de hierro]] de un anillo ποιήσας κολλούρια σφράγιζε δακτυλίῳ ὁλοσιδήρῳ, ὁλοστόμῳ <b class="b3">haz unas pastas y séllalas con un anillo enteramente de hierro, templado por completo</b> P IV 2691 de un cuchillo ἔχε δὲ πινακίδα ... καὶ μαχαῖριν ὁλοσίδηρον δίστομον <b class="b3">ten una tablilla y un cuchillo de doble filo todo de hierro</b> P XIII 92
}}
}}

Revision as of 15:00, 15 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁλοσίδηρος Medium diacritics: ὁλοσίδηρος Low diacritics: ολοσίδηρος Capitals: ΟΛΟΣΙΔΗΡΟΣ
Transliteration A: holosídēros Transliteration B: holosidēros Transliteration C: olosidiros Beta Code: o(losi/dhros

English (LSJ)

[ῐ], ον, all iron, μάχαιρα IG22.1481 (iv B. C.), cf. Antiph.216, IG11(2).145.37 (Delos, iv B. C.), Plu.Cam.40; ὁλοσίδηροι, οἱ, soldiers wearing coats of mail, = Lat. clibanarii, Lyd.Mag.1.46.

German (Pape)

[Seite 327] ganz von Eisen, Antiphan. bei Poll. 10, 176.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout en fer.
Étymologie: ὅλος, σίδηρος.

Russian (Dvoretsky)

ὁλοσίδηρος: (ῐ) целиком сделанный из железа, весь железный (παλτόν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὁλοσίδηρος: [ῐ], -ον, ὅλος ἐκ σιδήρου, Ἀντιφῶν ἐν «Φιλίσκ.» 1.

Spanish

hecho todo de hierro

Greek Monolingual

ὁλοσίδηρος, -ον (Α)
1. ο κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από σίδηρο
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὁλοσίδηροι
στρατιώτες που φορούσαν σιδερένια πανοπλία.

Léxico de magia

-ον hecho todo de hierro de un anillo ποιήσας κολλούρια σφράγιζε δακτυλίῳ ὁλοσιδήρῳ, ὁλοστόμῳ haz unas pastas y séllalas con un anillo enteramente de hierro, templado por completo P IV 2691 de un cuchillo ἔχε δὲ πινακίδα ... καὶ μαχαῖριν ὁλοσίδηρον δίστομον ten una tablilla y un cuchillo de doble filo todo de hierro P XIII 92