διαμασάομαι: Difference between revisions

From LSJ

Τα βιβλία τα παρά των ξένων επαίδευε τους εν τη αγορά ανθρώπους, τους Ομήρου φίλους → The others' books educated the people in the marketplace, the friends of Homer.

Source
m (Text replacement - "LXX<span" to "LXX <span")
(CSV import)
Line 21: Line 21:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=δια-μασάομαι stuk kauwen.
|elnltext=δια-μασάομαι stuk kauwen.
}}
{{elmes
|esmgtx=[[masticar]] λαβὼν σου τὸν ἔσχατον ψωμὸν δείκνυε τῷ λύχνῳ καὶ δεικνύων λέγε καὶ εἴπας διαμάσησαι καὶ πίε ἐπάνω οἶνον <b class="b3">toma el último bocado, muéstralo a la lámpara y al mostrarlo habla y después de hablar mastícalo y bebe vino encima (para una petición de sueños) </b> P XXIIb 33
}}
}}

Revision as of 15:05, 15 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαμᾰσάομαι Medium diacritics: διαμασάομαι Low diacritics: διαμασάομαι Capitals: ΔΙΑΜΑΣΑΟΜΑΙ
Transliteration A: diamasáomai Transliteration B: diamasaomai Transliteration C: diamasaomai Beta Code: diamasa/omai

English (LSJ)

A chew up, Arist.HA612a1, Thphr.CP6.9.1, Apolloph.5, LXX Si.34(31).16, Luc.Alex.12; δ. τὴν γλῶτταν, for ἐνδακεῖν, Alciphr.3.57:—Pass., to be chewed, Arist.Pr.890a25, Gp.12.33. II metaph., carp at, τι Philostr.VSPraef.

Spanish (DGE)

(διαμᾰσάομαι) • Alolema(s): tard. διαμασσ- EM 740.47G.
I 1masticar c. ac. ἀνθέρικον Hp.Coac.491, σκόροδα Ar.Th.494, cf. Apolloph.5, τὰ ξύλα Arist.HA 612a1, τὰ ὀσμώδη Thphr.CP 6.9.1, φύλλον Thphr.HP 9.4.7, τὴν ῥίζαν Luc.Alex.12, τὴν σκίλλαν EM l.c., en v. pas. ὁ κύαμος διαμασώμενος Arist.Pr.890a25, cf. Gp.12.33, τὸ τῆς θρίδακος σπέρμα διαμασηθέν Aët.5.123, σκληρὰ καὶ στερεὰ ἐδέσματα Steph.in Hp.Aph.2.292.24
fig. τὴν ... γλῶτταν διαμασῶμαι me muerdo la lengua, me contengo Alciphr.3.21.2
c. gen. τῆς ἁλμυριζούσης ... γῆς διαμασησάμενος Arist.HA 613a3.
2 peyor. comer vorazmente μὴ διαμασῶ LXX Si.31.16.
3 masticar, desmenuzar fig. pensar con mucha reflexión λόγους Leont.Byz.M.86.1293C.
II fig. burlarse, mofarse τὴν σπουδὴν τοῦ Γοργίου Philostr.VS 483.

German (Pape)

[Seite 589] (s. μασάομαι), zerkauen, Apollophan. com. Ath. III, 75 e; Arist. H. A. 9, 6 u. Sp.; διαμασηθείς auch pass.

Greek (Liddell-Scott)

διαμᾰσάομαι: ἀποθ., μασῶ τι ἐντελῶς, καταμασῶ, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 6, 1, Ἀπολλοφ. Κρητ. 1· δ. τὴν γλῶτταν, ἀντὶ ἐνδακεῖν, Ἀλκίφρων 3. 57· - ὡς παθ., μασῶμαι, καταμασῶμαι, Ἀριστ. Προβλ. 8. 6. ΙΙ. μεταφ., προβάλλω μικρὰ λάθη ἢ σφάλματά τινος, ἐπικρίνω, Λατ. arrodere, τι Φιλόστρ. 483.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-μασάομαι stuk kauwen.

Léxico de magia

masticar λαβὼν σου τὸν ἔσχατον ψωμὸν δείκνυε τῷ λύχνῳ καὶ δεικνύων λέγε καὶ εἴπας διαμάσησαι καὶ πίε ἐπάνω οἶνον toma el último bocado, muéstralo a la lámpara y al mostrarlo habla y después de hablar mastícalo y bebe vino encima (para una petición de sueños) P XXIIb 33