νυκτολάλημα: Difference between revisions

From LSJ

Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 531
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
(CSV import)
 
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νυκτολάλημα]], τὸ (Α)<br />μαγική [[επωδός]], [[ξόρκι]] που χρησιμοποιείται προκειμένου να αναγκάσει κάποιον, [[συνήθως]] [[γυναίκα]], να μιλήσει ενώ κοιμάται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i> <span style="color: red;">+</span> [[λάλημα]] (<span style="color: red;"><</span> λαλῶ)].
|mltxt=[[νυκτολάλημα]], τὸ (Α)<br />μαγική [[επωδός]], [[ξόρκι]] που χρησιμοποιείται προκειμένου να αναγκάσει κάποιον, [[συνήθως]] [[γυναίκα]], να μιλήσει ενώ κοιμάται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i> <span style="color: red;">+</span> [[λάλημα]] (<span style="color: red;"><</span> λαλῶ)].
}}
{{elmes
|esmgtx=τό [[práctica para hacer hablar a alguien en sueños]] P VII 411
}}
}}

Latest revision as of 15:30, 15 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτολάλημα Medium diacritics: νυκτολάλημα Low diacritics: νυκτολάλημα Capitals: ΝΥΚΤΟΛΑΛΗΜΑ
Transliteration A: nyktolálēma Transliteration B: nyktolalēma Transliteration C: nyktolalima Beta Code: nuktola/lhma

English (LSJ)

[λᾰ], ατος, τό, spell for making a woman talk in her sleep, PMag.Lond.121.411.

Spanish

práctica para hacer hablar a alguien en sueños

Greek Monolingual

νυκτολάλημα, τὸ (Α)
μαγική επωδός, ξόρκι που χρησιμοποιείται προκειμένου να αναγκάσει κάποιον, συνήθως γυναίκα, να μιλήσει ενώ κοιμάται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + λάλημα (< λαλῶ)].

Léxico de magia

τό práctica para hacer hablar a alguien en sueños P VII 411