δυσεξέλεγκτος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν → liability to human and divine justice

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "'Étymologie:''' δυσ-," to "'Étymologie:''' δυσ-,")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à convaincre, à réfuter.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἐξελέγχω]].
|btext=ος, ον :<br />difficile à convaincre, à réfuter.<br />'''Étymologie:''' [[δυσ-]], [[ἐξελέγχω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:00, 11 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσεξέλεγκτος Medium diacritics: δυσεξέλεγκτος Low diacritics: δυσεξέλεγκτος Capitals: ΔΥΣΕΞΕΛΕΓΚΤΟΣ
Transliteration A: dysexélenktos Transliteration B: dysexelenktos Transliteration C: dysekselegktos Beta Code: dusece/legktos

English (LSJ)

ον, A hard to refute, Pl.Phd.85c (Sup.), Ptol.Tetr.164. II hard to discover, φάρμακα D.H.3.5.

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil de refutar λόγοι Pl.Phd.85c, de pers., Ptol.Tetr.3.14.29.
2 difícil de descubrir φάρμακα D.H.3.5.

German (Pape)

[Seite 679] 1) schwer zu widerlegen, Plat. Phaedr. 85 c. – 2) schwer zu entdecken, καὶ ἀφανῆ φάρμακα Dion. Hal. 3, 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à convaincre, à réfuter.
Étymologie: δυσ-, ἐξελέγχω.

Russian (Dvoretsky)

δυσεξέλεγκτος: трудный для опровержения (λόγοι Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσεξέλεγκτος: -ον, = δυσέλεγκτος, δυσκόλως ἐξελεγχόμενος, ἀναιρούμενος, Πλάτ. Φαίδωνι 85D. ΙΙ. δυσκόλως ἀνακαλυπτόμενος, φάρμακα Διον. Ἁλ. 3. 5.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ δυσεξέλεγκτος, -ον)
1. αυτός που δύσκολα ελέγχεται ή αναιρείται
2. αυτός που δύσκολα ανακαλύπτεται.

Greek Monotonic

δυσεξέλεγκτος: -ον (ἐξελέγχω), αυτός που δύσκολα ελέγχεται, που δύσκολα αντικρούεται ή αναιρείται, σε Πλάτ.

Middle Liddell

δυσ- εξέλεγκτος, ον ἐξελέγχω
hard to refute, Plat.