δακτυλίδιον: Difference between revisions

From LSJ

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source
(CSV import)
mNo edit summary
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=δακτυλίδιον -ου, τό [δάκτυλος] kleine teen.
|elnltext=δακτυλίδιον -ου, τό [δάκτυλος] [[kleine teen]].
}}
}}
{{elmes
{{elmes
|esmgtx=τό [[anillo]] δ. πρὸς πᾶσαν πρᾶξιν καὶ ἐπιτυχίαν <b class="b3">anillo para toda operación mágica y para el éxito</b> P XII 202 P XII 271 τελέσεις δὲ τὸ δ. ἅμα τῇ ψήφῳ <b class="b3">consagrarás el anillo junto con la piedra</b> P XII 209  
|esmgtx=τό [[anillo]] δ. πρὸς πᾶσαν πρᾶξιν καὶ ἐπιτυχίαν <b class="b3">anillo para toda operación mágica y para el éxito</b> P XII 202 P XII 271 τελέσεις δὲ τὸ δ. ἅμα τῇ ψήφῳ <b class="b3">consagrarás el anillo junto con la piedra</b> P XII 209  
}}
}}

Revision as of 14:21, 16 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δακτῠλίδιον Medium diacritics: δακτυλίδιον Low diacritics: δακτυλίδιον Capitals: ΔΑΚΤΥΛΙΔΙΟΝ
Transliteration A: daktylídion Transliteration B: daktylidion Transliteration C: daktylidion Beta Code: daktuli/dion

English (LSJ)

[λῑ], τό, Dim. of δακτύλιος, A ring, IG11(2).161B119 (Delos, iii B. C.), BGU1104.13 (8 B.C.), PAmh.126.55 (ii A. D.), Poll.2.155, 5.100, BGU843.8, etc., but rejected by Atticists, cf. AB88. II δακτυλίδιον [λῐ], τό, Dim. of δάκτυλος, toe, Ar. Lys.417.

Spanish (DGE)

(δακτῠλίδιον) -ου, τό
• Alolema(s): -διν GDRK 50.4, EDE 273, SB 9616ue.7 (VI d.C.)
• Prosodia: [-λῑ-]
1 dedito, dedo pequeño del pie, Ar.Lys.417
de la mano meñique ἐὰν δὲ ἄχυρον ἢ ψάμμος ἤ τι τοιοῦτον ἐμπέσοι (εἰς τὸν ὀφθαλμόν) ... δακτυλιδίῳ ἔξελε Aët.7.18
como adj. del tamaño de un dedito συντεμὼν εἰς δακτυλιδίους ... τόμους Damocr. en Gal.13.1000.
2 anillo, sortija δ. μικρόν Charito 1.13.11, ἐν[ώ] τια καὶ δ. BGU 1104.13 (I a.C.), cf. PAmh.126.55 (I d.C.), BGU 843.8 (I/II d.C.), Poll.2.155, PDura 30.21 (III d.C.), de diversos materiales χρυσοῦν IG 11(2).161B.119 (III a.C.), κολοβάφινον ID 1439Bbc.2.94 (II a.C.), περικεχρυσωμένον ID 1441A.2.81 (II a.C.), σιδηραῖον SB l.c., διαχρυσοῦν PMasp.340ue.32 (biz.), frec. c. piedras engarzadas δακτυλίδια δύο ὧν τὸ ἓν λίθον ἔχον ID 1409Ba.1.100, cf. 1443B.1.110 (ambas II a.C.), ὁ ἐπὶ τῷ δακτυλιδίῳ σμάραγδος Luc.Ep.Sat.29, διάλιθον IG 11(2).158A.6 (III a.C.), ἔνλιθον PSI 1033.12 (II d.C.), ἐγκλείσας (ψηφίδα) χρυσῷ δακτυλιδίῳ Alex.Trall.2.475.23, y frec. empleado como sello σφραγίδιον ἐλεφάντι[νον μικ] ρὸν δ. ἔχον IG 22.1455a.10 (IV a.C.), σφυ[ρίδιο] ν ἐσφραγισμένον ... ἐν τῷ ἀργυρῷ [δα] κτυλειδίῳ PWash.Univ.30.9 (III d.C.) en BL 8.509, cf. Hsch.δ 141, SB 9139.10 (VI d.C.), T.Sal.7.3.

German (Pape)

[Seite 520] τό, dim. von δάκτυλος, Fingerchen, kleiner Zeh, Ar. Lys. 417. – Sp. = δακτύλιος.

Greek (Liddell-Scott)

δακτῠλίδιον: [λῑ], τό, ὑποκορ. τοῦ δακτύλιος, Πολυδ. Β΄, 155., 5. 100, κτλ., ἀλλ’ ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ τῶν ἀττικιζόντων, Α. Β. 88. Ἴδε Κόντου Ἐφημ. Φιλομ. 1880, σελ. 132. ΙΙ. δακτῠλίδιον [λῐ], τό, ὑποκορ. τοῦ δάκτυλος, δακτυλάκι, Ἀριστοφ. Λυσ. 417 (ἔνθα τὸ μέτρον εἶναι ἐλλιπές· ἴδε Δινδόρφ.).

Russian (Dvoretsky)

δακτῠλίδιον: τό мизинец ноги Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δακτυλίδιον -ου, τό [δάκτυλος] kleine teen.

Léxico de magia

τό anillo δ. πρὸς πᾶσαν πρᾶξιν καὶ ἐπιτυχίαν anillo para toda operación mágica y para el éxito P XII 202 P XII 271 τελέσεις δὲ τὸ δ. ἅμα τῇ ψήφῳ consagrarás el anillo junto con la piedra P XII 209