ἅσσα: Difference between revisions

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
(1b)
m (pape replacement)
 
Line 10: Line 10:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἅσσα:''' ион. = [[ἅττα]].
|elrutext='''ἅσσα:''' ион. = [[ἅττα]].
}}
{{pape
|ptext=att. [[ἅττα]], = ἅτινα, Hom. <i>Il</i>. 1.554, 9.367, 10.208, 409, 20.127, <i>Od</i>. 5.188, 7.197, 11.74; Her. 1.47.
}}
}}

Latest revision as of 16:31, 24 November 2022

French (Bailly abrégé)

v. ἅττα.

English (Autenrieth)

ἅτινα.

Greek Monotonic

ἅσσα:I. Ιων. αντί ἅτινα, ουδ. πληθ. του ὅστις, τα οποία, εκείνα τα οποία, ό,τι, οτιδήποτε, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. II.ἄσσα, Ιων. αντί τινά, μερικά, ὁπποῖ' ἄσσα, τι λογής; σε Ομήρ. Οδ.· πόσ' ἄττα; σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἅσσα: ион. = ἅττα.

German (Pape)

att. ἅττα, = ἅτινα, Hom. Il. 1.554, 9.367, 10.208, 409, 20.127, Od. 5.188, 7.197, 11.74; Her. 1.47.