ἕαται: Difference between revisions
From LSJ
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἕᾰται:''' [[ἕατο]], Ιων. αντί [[ἧνται]], <i>ἧντο</i>, γʹ πληθ. ενεστ. και παρατ. του [[ἧμαι]]. | |lsmtext='''ἕᾰται:''' [[ἕατο]], Ιων. αντί [[ἧνται]], <i>ἧντο</i>, γʹ πληθ. ενεστ. και παρατ. του [[ἧμαι]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ep. = [[ἧνται]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:33, 24 November 2022
English (LSJ)
Ionic 3 pl. pres. of ἧμαι.
Spanish (DGE)
v. ἧμαι.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. prés. ion. de ἧμαι.
Russian (Dvoretsky)
ἕᾰται: и εἵαται (= ἧνται) эп. 3 л. pl. praes. к ἧμαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἕᾰται: ἕατο, Ἰων. γ΄ πληθ. ἐνεστ. καὶ παρατ. τοῦ ἧμαι.
English (Autenrieth)
see ἧμαι.
Greek Monotonic
ἕᾰται: ἕατο, Ιων. αντί ἧνται, ἧντο, γʹ πληθ. ενεστ. και παρατ. του ἧμαι.
German (Pape)
ep. = ἧνται.