νηΐτης: Difference between revisions
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext=''' | |lsmtext='''νηΐτης:''' [ῑ], -ου, ὁ ([[ναῦς]]), αυτός που ανήκει σε [[πλοίο]], αυτός που αποτελείται από πλοία· στρατὸς [[νηίτης]], [[στόλος]], σε Θουκ. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''νηΐτης:''' ου (ῑ) adj. m [[ναῦς]] морской ([[στρατός]] Thuc.; [[στόλος]] Anth.). | |elrutext='''νηΐτης:''' ου (ῑ) adj. m [[ναῦς]] морской ([[στρατός]] Thuc.; [[στόλος]] Anth.). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, = [[νήϊος]]; [[στρατός]], <i>Schiffsheer</i>, Thuc. 2.24, 3.85, wie [[στόλος]], <i>die [[Flotte]]</i>, Antiphil. 18 (VII.379); Ael. <i>V.H</i>. 5.10. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:34, 24 November 2022
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, of or belonging to a ship, consisting of ships, ν. στρατός a fleet, Th.2.24, 4.85; στόλος A.R.4.239, etc.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. masc.
naval, maritime ; στρατὸς νηΐτης THC armée de débarquement.
Étymologie: ναῦς.
Greek Monotonic
νηΐτης: [ῑ], -ου, ὁ (ναῦς), αυτός που ανήκει σε πλοίο, αυτός που αποτελείται από πλοία· στρατὸς νηίτης, στόλος, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
νηΐτης: ου (ῑ) adj. m ναῦς морской (στρατός Thuc.; στόλος Anth.).
German (Pape)
ὁ, = νήϊος; στρατός, Schiffsheer, Thuc. 2.24, 3.85, wie στόλος, die Flotte, Antiphil. 18 (VII.379); Ael. V.H. 5.10.