γυπώδης: Difference between revisions

From LSJ

ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γυπώδης]], -ες (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με γύπα<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[μύτη]] γαμψή σαν του γύπα.
|mltxt=[[γυπώδης]], -ες (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με γύπα<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[μύτη]] γαμψή σαν του γύπα.
}}
{{pape
|ptext=[ῡ], s. [[γυποειδής]].
}}
}}

Revision as of 16:36, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γῡπώδης Medium diacritics: γυπώδης Low diacritics: γυπώδης Capitals: ΓΥΠΩΔΗΣ
Transliteration A: gypṓdēs Transliteration B: gypōdēs Transliteration C: gypodis Beta Code: gupw/dhs

English (LSJ)

ες, = γυποειδής, hooknosed, Arist.Phgn.808b7.

Spanish (DGE)

-ες
• Alolema(s): γυποει- Porph.Fig.10
semejante al buitre, que tiene nariz de buitre o ganchuda Arist.Phgn.808b7
τὸ γ. subst. la forma de buitre αὐτῆς de una estatua, Porph.l.c.

Russian (Dvoretsky)

γῡπώδης: похожий на коршуна Arst.

Greek (Liddell-Scott)

γῡπώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς γῦπα, Ἀριστ. Φυσιογν. 3, 16.

Greek Monolingual

γυπώδης, -ες (Α)
1. αυτός που μοιάζει με γύπα
2. αυτός που έχει μύτη γαμψή σαν του γύπα.

German (Pape)

[ῡ], s. γυποειδής.