πλοϊκός: Difference between revisions
From LSJ
Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[πλοϊκός]], -ή, -όν, ΝΑ [[πλόος]]/[[πλους]]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται ή χρησιμεύει στον πλου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πλοϊκοί φανοί [ή πλοϊκά φώτα]» — φώτα που οφείλει να έχει αναμμένα σε όλη τη [[διάρκεια]] της νυκτερινής πορείας του ένα [[πλοίο]] στον πρωραίο ιστό, στην [[πρύμνη]] και στα [[πλευρά]] του, κν. φώτα της γραμμής<br /><b>αρχ.</b><br />([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[πλώιμος]]». | |mltxt=-ή, -ό / [[πλοϊκός]], -ή, -όν, ΝΑ [[πλόος]]/[[πλους]]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται ή χρησιμεύει στον πλου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πλοϊκοί φανοί [ή πλοϊκά φώτα]» — φώτα που οφείλει να έχει αναμμένα σε όλη τη [[διάρκεια]] της νυκτερινής πορείας του ένα [[πλοίο]] στον πρωραίο ιστό, στην [[πρύμνη]] και στα [[πλευρά]] του, κν. φώτα της γραμμής<br /><b>αρχ.</b><br />([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[πλώιμος]]». | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext== [[πλόϊμος]], zweifelhaft. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:39, 24 November 2022
English (LSJ)
ή, όν, = πλώϊμος, Suid. πλόϊμος, v. πλώϊμος.
Greek Monolingual
-ή, -ό / πλοϊκός, -ή, -όν, ΝΑ πλόος/πλους]
νεοελλ.
1. αυτός που αναφέρεται ή χρησιμεύει στον πλου
2. φρ. «πλοϊκοί φανοί [ή πλοϊκά φώτα]» — φώτα που οφείλει να έχει αναμμένα σε όλη τη διάρκεια της νυκτερινής πορείας του ένα πλοίο στον πρωραίο ιστό, στην πρύμνη και στα πλευρά του, κν. φώτα της γραμμής
αρχ.
(κατά το λεξ. Σούδα) «πλώιμος».
German (Pape)
= πλόϊμος, zweifelhaft.