κορίσκη: Difference between revisions

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κορίσκη]], ἡ (Α)<br />(υποκορ. του [[κόρη]]) [[κοριτσάκι]], κοράσιο («αὐλοὺς δ' ἔχουσά τις [[κορίσκη]] καρικὸν [[μέλος]] τι μελίζεται τοῖς συμπόταις», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόρη]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίσκη</i> (θηλ. του -<i>ίσκος</i>)].
|mltxt=[[κορίσκη]], ἡ (Α)<br />(υποκορ. του [[κόρη]]) [[κοριτσάκι]], κοράσιο («αὐλοὺς δ' ἔχουσά τις [[κορίσκη]] καρικὸν [[μέλος]] τι μελίζεται τοῖς συμπόταις», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόρη]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίσκη</i> (θηλ. του -<i>ίσκος</i>)].
}}
{{pape
|ptext=ἡ, dim. von [[κόρη]], <i>[[Mägdlein]]</i>, p. bei Ath. XIV.665d.
}}
}}

Revision as of 16:40, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορίσκη Medium diacritics: κορίσκη Low diacritics: κορίσκη Capitals: ΚΟΡΙΣΚΗ
Transliteration A: korískē Transliteration B: koriskē Transliteration C: koriski Beta Code: kori/skh

English (LSJ)

ἡ, Dim. of κόρη, Pl.Com.69.12, Timocl.22:—hence κορίσκιον, Poll.2.17.

Greek (Liddell-Scott)

κορίσκη: ἡ, ὑποκορ. τοῦ κόρη, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Λάκωσιν» 1. 12, Τιμοκλ. ἐν «Μαραθωνίοις» 1· ὅθεν κορίσκιον, Πολυδ. Β΄, 17.

Greek Monolingual

κορίσκη, ἡ (Α)
(υποκορ. του κόρη) κοριτσάκι, κοράσιο («αὐλοὺς δ' ἔχουσά τις κορίσκη καρικὸν μέλος τι μελίζεται τοῖς συμπόταις», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρη + υποκορ. κατάλ. -ίσκη (θηλ. του -ίσκος)].

German (Pape)

ἡ, dim. von κόρη, Mägdlein, p. bei Ath. XIV.665d.