συνιδρύω: Difference between revisions
From LSJ
Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[ιδρύω]] [[κάτι]] από κοινού με άλλον ή με άλλους. | |mltxt=ΝΜΑ<br />[[ιδρύω]] [[κάτι]] από κοινού με άλλον ή με άλλους. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=([[ἱδρύω]]), <i>mit, [[zugleich]] [[aufstellen]], Schol. Ar. Ran</i>. 326. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:42, 24 November 2022
English (LSJ)
dedicate together with, Καίσαρα τοῖς θεοῖς App.BC5.132:— Pass., συνιδρῦσθαι Ἑρμῇ Ath.13.561d:—Med., Sch.Pi.P.3.137.
Greek (Liddell-Scott)
συνιδρύω: ἱδρύω ὁμοῦ, συναφιερώνω ἄγαλμα ἢ βωμόν, κλπ., καὶ αὐτὸν (δηλ. τὸν Καίσαρα) αἱ πόλεις τοῖς σφετέροις θεοῖς συνίδρυον Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 132. ― Παθ., συνιδρῦσθαι Ἑρμῇ Ἀθήν. 561D. ― Μέσ., Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 3. 137.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
ιδρύω κάτι από κοινού με άλλον ή με άλλους.
German (Pape)
(ἱδρύω), mit, zugleich aufstellen, Schol. Ar. Ran. 326.