μαιόομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvi­ous one, invisible connection is stronger than visi­ble, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 21: Line 21:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μαιόομαι]],<br />Dep. to [[deliver]] a [[woman]], Luc., Anth. = [[μαιεύομαι]]
|mdlsjtxt=[[μαιόομαι]],<br />Dep. to [[deliver]] a [[woman]], Luc., Anth. = [[μαιεύομαι]]
}}
{{pape
|ptext== [[μαιεύομαι]], <i>[[entbinden]]</i>, von der [[Hebamme]] [[gesagt]], bes. bei Sp.; τὰς τεκούσας ἐμαιοῦτο, Luc. <i>D.D</i>. 16.2; οὐδὲ κατὰ τὴν Εἰλείθυιαν μαιώσεταί σε, <i>ib</i>. 18.1; Plut. und A. übertragen, [[ὑμέας]] [[ἀφροσύνη]] μαιώσατο τόλμαδ' ἔτικτε, Leon.Alex. 2 IX.80); Coluth. 130. – Von der Amme [[gesagt]], μαιώσατο μαζῷ, Nonn. <i>D</i>. 8.186.
}}
}}

Revision as of 16:42, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαιόομαι Medium diacritics: μαιόομαι Low diacritics: μαιόομαι Capitals: ΜΑΙΟΟΜΑΙ
Transliteration A: maióomai Transliteration B: maioomai Transliteration C: maioomai Beta Code: maio/omai

English (LSJ)

A = μαιεύομαι, 1 of a midwife, deliver a woman, Call. Jov.35, Luc.DDeor.16.2, cf. Plu.2.999c; ὑμέας ἀφροσύνη μαιώσατο, τόλμα δ' ἔτικτε AP9.80 (Leon.); ἐμαιώσαντο νέον τόκον Εἰλείθυιαι IG 14.967; of Hephaestus at the birth of Athena, Corn.ND19: abs., practise midwifery, Sor.1.80: in pass. sense, ὑφ' ἧς μαιωθεῖσα Apollod. 1.4.1. 2 of the mother, to be delivered of, ἣν… οὐ μαιώσατο μήτηρ Coluth.181, cf. Nonn.D.4.437, etc. II of a nurse, suckle, μαζῷ τινα ib.8.186. III Act. only late, of dawn bringing forth day, Jo.Gaz.1.58.

Russian (Dvoretsky)

μαιόομαι: Plut., Luc., Anth. = μαιεύομαι.

Greek (Liddell-Scott)

μαιόομαι: μέλλ. -ώσομαι, ἀποθ., -μαιεύομαι, 1) ἐπὶ μαίας, ἐλευθερώνω γυναῖκα, βοηθῶ αὐτὴν νὰ γεννήσῃ, Καλλ. εἰς Δία 35, Πλούτ. 2. 999C, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 16. 2· ὑμέας ἀφροσύνη μαιώσατο, τόλμα δ’ ἔτικτε Ἀνθ. Π. 9. 80· ἐμαιώσαντο νέον τόκον Εἰλείθυιαι Συλλ. Ἐπιγρ. 5974Β. 4· - ἐπὶ παθητ. σημασ., ὑφ’ ἧς μαιωθεῖσα Ἀπολλόδ. 1. 4, 1. 2) ἐπὶ τῆς μητρός, «ἐλευθεροῦμαι», γεννῶ, ἣν... οὐ μαιώσατο μήτηρ Κόλουθ. 180, πρβλ. Νόνν. Δ. 4. 437, κτλ. ΙΙ. ἐπὶ τροφοῦ, «βυζαίνω», θυλάζω, μαζῷ τινα Νόνν. Δ. 8. 186.

Greek Monotonic

μαιόομαι: μέλ. -ώσομαι, αποθ. μαιεύομαι, ξεγεννώ μια γυναίκα, σε Λουκ., Ανθ.

Middle Liddell

μαιόομαι,
Dep. to deliver a woman, Luc., Anth. = μαιεύομαι

German (Pape)

μαιεύομαι, entbinden, von der Hebamme gesagt, bes. bei Sp.; τὰς τεκούσας ἐμαιοῦτο, Luc. D.D. 16.2; οὐδὲ κατὰ τὴν Εἰλείθυιαν μαιώσεταί σε, ib. 18.1; Plut. und A. übertragen, ὑμέας ἀφροσύνη μαιώσατο τόλμαδ' ἔτικτε, Leon.Alex. 2 IX.80); Coluth. 130. – Von der Amme gesagt, μαιώσατο μαζῷ, Nonn. D. 8.186.