εὐφημίζω: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
(6_14)
 
m (pape replacement)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐφημίζω''': μεταχειρίζομαι εὔφημον, καλὴν λέξιν περὶ κακοῦ πράγματος, καί, εὐφημισμός, ὁ, ἡ [[χρῆσις]] εὐφήμου λέξεως ἀντὶ δυσοιώνου, π.χ. [[Εὐμενίδες]] ἀντὶ Ἐρινύες, εὐφρόνη ἀντὶ νύξ, κτλ.. Εὐστ. 1398. 52, πρβλ. Δημήτρ. Φαληρ. 281. ΙΙ. [[χαιρετίζω]] δι’ εὐφήμων ἐπιφωνήσεων, Ἡρῳδιαν. 2. 3, 35, ἐν τῷ Παθ.
|lstext='''εὐφημίζω''': μεταχειρίζομαι εὔφημον, καλὴν λέξιν περὶ κακοῦ πράγματος, καί, εὐφημισμός, ὁ, ἡ [[χρῆσις]] εὐφήμου λέξεως ἀντὶ δυσοιώνου, π.χ. [[Εὐμενίδες]] ἀντὶ Ἐρινύες, εὐφρόνη ἀντὶ νύξ, κτλ.. Εὐστ. 1398. 52, πρβλ. Δημήτρ. Φαληρ. 281. ΙΙ. [[χαιρετίζω]] δι’ εὐφήμων ἐπιφωνήσεων, Ἡρῳδιαν. 2. 3, 35, ἐν τῷ Παθ.
}}
{{pape
|ptext=<i>[[bewillkommnen]], [[beglückwünschen]]</i>, im pass., Hdn. 2.3.25 πρὸς πάντων εὐφημισθείς, wo πάσης τε [[τιμῆς]] καὶ αἰδοῦς παρ' αὐτῶν [[τυχών]] [[hinzugesetzt]] ist. – Med., <i>ein Wort von [[guter]] [[Vorbedeutung]] [[brauchen]]</i>, [[Apoll]].Dysc. <i>pron</i>. 11.6. S. [[εὐφημία]].
}}
}}

Revision as of 16:43, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

εὐφημίζω: μεταχειρίζομαι εὔφημον, καλὴν λέξιν περὶ κακοῦ πράγματος, καί, εὐφημισμός, ὁ, ἡ χρῆσις εὐφήμου λέξεως ἀντὶ δυσοιώνου, π.χ. Εὐμενίδες ἀντὶ Ἐρινύες, εὐφρόνη ἀντὶ νύξ, κτλ.. Εὐστ. 1398. 52, πρβλ. Δημήτρ. Φαληρ. 281. ΙΙ. χαιρετίζω δι’ εὐφήμων ἐπιφωνήσεων, Ἡρῳδιαν. 2. 3, 35, ἐν τῷ Παθ.

German (Pape)

bewillkommnen, beglückwünschen, im pass., Hdn. 2.3.25 πρὸς πάντων εὐφημισθείς, wo πάσης τε τιμῆς καὶ αἰδοῦς παρ' αὐτῶν τυχών hinzugesetzt ist. – Med., ein Wort von guter Vorbedeutung brauchen, Apoll.Dysc. pron. 11.6. S. εὐφημία.