δίκταμος: Difference between revisions

From LSJ

Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn

Menander, Monostichoi, 288
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (pape replacement)
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[δίκταμο]] και [[δίχταμο]], το και [[δίκταμος]] και [[δίχταμος]], ο (AM [[δίκταμνον]], το και [[δίκταμνος]], η)<br />το θεραπευτικό [[φυτό]] <i>αμάρακον dictamnum</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για παράγωγη λ. <span style="color: red;"><</span> <i>Δίκτη</i>, [[ονομασία]] κρητικού βουνού όπου φύτρωνε το <i>δίκταμ</i>(<i>ν</i>)<i>ο</i><br /><i>το</i> [[επίθημα]] -<i>αμ</i>(<i>ν</i>)<i>ο</i> πιθ. [[είναι]] αιγαιακής προελεύσεως ([[πρβλ]]. [[σφένδαμνος]], [[κάρδαμον]])].
|mltxt=και [[δίκταμο]] και [[δίχταμο]], το και [[δίκταμος]] και [[δίχταμος]], ο (AM [[δίκταμνον]], το και [[δίκταμνος]], η)<br />το θεραπευτικό [[φυτό]] <i>αμάρακον dictamnum</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για παράγωγη λ. <span style="color: red;"><</span> <i>Δίκτη</i>, [[ονομασία]] κρητικού βουνού όπου φύτρωνε το <i>δίκταμ</i>(<i>ν</i>)<i>ο</i><br /><i>το</i> [[επίθημα]] -<i>αμ</i>(<i>ν</i>)<i>ο</i> πιθ. [[είναι]] αιγαιακής προελεύσεως ([[πρβλ]]. [[σφένδαμνος]], [[κάρδαμον]])].
}}
{{pape
|ptext== [[δίκταμνος]].
}}
}}

Latest revision as of 16:44, 24 November 2022

Greek Monolingual

και δίκταμο και δίχταμο, το και δίκταμος και δίχταμος, ο (AM δίκταμνον, το και δίκταμνος, η)
το θεραπευτικό φυτό αμάρακον dictamnum.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παράγωγη λ. < Δίκτη, ονομασία κρητικού βουνού όπου φύτρωνε το δίκταμ(ν)ο
το επίθημα -αμ(ν)ο πιθ. είναι αιγαιακής προελεύσεως (πρβλ. σφένδαμνος, κάρδαμον)].

German (Pape)

δίκταμνος.