μυρρίτης: Difference between revisions

From LSJ

ἐκ τῆς θαλάττης ἅπασα ὑμῖν ἤρτηται σωτηρίαyour safety altogether depends upon the sea

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μυρρίτης]], ὁ (Α)<br />[[λίθος]] ο [[οποίος]] έχει το [[χρώμα]] της μύρρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρρα]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>μυρσιν</i>-[[ίτης]])].
|mltxt=[[μυρρίτης]], ὁ (Α)<br />[[λίθος]] ο [[οποίος]] έχει το [[χρώμα]] της μύρρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρρα]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>μυρσιν</i>-[[ίτης]])].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>von der [[Farbe]] od. dem Geruche des Myrtenfastes</i>, bei Plin. 37.10.63 <i>ein [[Edelstein]]</i>.
}}
}}

Revision as of 16:45, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυρρίτης Medium diacritics: μυρρίτης Low diacritics: μυρρίτης Capitals: ΜΥΡΡΙΤΗΣ
Transliteration A: myrrítēs Transliteration B: myrritēs Transliteration C: myrritis Beta Code: murri/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, (μύρρα) stone of the colour of myrtle-juice, Plin. HN37.174.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
s.e. λίθος;
pierre précieuse couleur de myrte.
Étymologie: μύρρα.

Greek (Liddell-Scott)

μυρρίτης: -ου, ὁ, (μύρρα) ὅμοιος πρὸς χυμὸν μύρτου, Πλίν. 37. 63.

Greek Monolingual

μυρρίτης, ὁ (Α)
λίθος ο οποίος έχει το χρώμα της μύρρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρρα + επίθημα -ίτης (πρβλ. μυρσιν-ίτης)].

German (Pape)

ὁ, von der Farbe od. dem Geruche des Myrtenfastes, bei Plin. 37.10.63 ein Edelstein.