λιχνώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf

Menander, Monostichoi, 520
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λιχνώδης]], -ῶδες (AM) [[λίχνος]]<br />[[επιρρεπής]] στη [[λιχνεία]], [[λαίμαργος]], [[λίχνος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λιχνῶδες</i><br />η [[λαιμαργία]], η [[λιχνεία]].
|mltxt=[[λιχνώδης]], -ῶδες (AM) [[λίχνος]]<br />[[επιρρεπής]] στη [[λιχνεία]], [[λαίμαργος]], [[λίχνος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λιχνῶδες</i><br />η [[λαιμαργία]], η [[λιχνεία]].
}}
{{pape
|ptext=ες, <i>[[leckerhaft]]</i>, Suid.
}}
}}

Revision as of 16:45, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιχνώδης Medium diacritics: λιχνώδης Low diacritics: λιχνώδης Capitals: ΛΙΧΝΩΔΗΣ
Transliteration A: lichnṓdēs Transliteration B: lichnōdēs Transliteration C: lichnodis Beta Code: lixnw/dhs

English (LSJ)

ες, = λίχνος, Ael.Fr.325 (Sup.).

Greek (Liddell-Scott)

λιχνώδης: -ες, = λίχνος, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. σοβαρός.

Greek Monolingual

λιχνώδης, -ῶδες (AM) λίχνος
επιρρεπής στη λιχνεία, λαίμαργος, λίχνος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ λιχνῶδες
η λαιμαργία, η λιχνεία.

German (Pape)

ες, leckerhaft, Suid.