ἀπόρραξις: Difference between revisions

From LSJ

εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπόρραξις''': -εως, ἡ, παιδιὰ διὰ σφαίρας, [[συνήθης]] καὶ [[σήμερον]]· ὁ παίζων ῥίπτει μεθ’ ὁρμῆς τὴν σφαῖραν εἰς τὸ [[ἔδαφος]], καὶ ἀναπηδῶσαν ἀποκρούει αὐτὴν [[ὀπίσω]] [[πολλάκις]], «ἐδει τὴν σφαῖραν εὐτόνως πρὸς τὸ [[ἔδαφος]] ῥήξαντα, ὑποδεξάμενον τὸ [[πήδημα]] τῆς σφαίρας, τῇ χειρὶ [[πάλιν]] ἀντιπέμψαι, καὶ τὸ [[πλῆθος]] τῶν πηδημάτων ἠριθμεῖτο» Πολυδ. Θ΄, 103, 105, Εὐστ. 1601. 53.
|lstext='''ἀπόρραξις''': -εως, ἡ, παιδιὰ διὰ σφαίρας, [[συνήθης]] καὶ [[σήμερον]]· ὁ παίζων ῥίπτει μεθ’ ὁρμῆς τὴν σφαῖραν εἰς τὸ [[ἔδαφος]], καὶ ἀναπηδῶσαν ἀποκρούει αὐτὴν [[ὀπίσω]] [[πολλάκις]], «ἐδει τὴν σφαῖραν εὐτόνως πρὸς τὸ [[ἔδαφος]] ῥήξαντα, ὑποδεξάμενον τὸ [[πήδημα]] τῆς σφαίρας, τῇ χειρὶ [[πάλιν]] ἀντιπέμψαι, καὶ τὸ [[πλῆθος]] τῶν πηδημάτων ἠριθμεῖτο» Πολυδ. Θ΄, 103, 105, Εὐστ. 1601. 53.
}}
{{pape
|ptext=ἡ, eine Art <i>[[Ballspiel]]</i>, [[wobei]] der Ball [[immer]] [[zurückgeschlagen]] wird, [[immer]] hin und her prallt, Poll. 9.103, 105; Hesych.
}}
}}

Revision as of 16:50, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόρραξις Medium diacritics: ἀπόρραξις Low diacritics: απόρραξις Capitals: ΑΠΟΡΡΑΞΙΣ
Transliteration A: apórraxis Transliteration B: aporraxis Transliteration C: aporraksis Beta Code: a)po/rracis

English (LSJ)

εως, ἡ, a game of ball, Poll.9.103,105, Eust.1601.33.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
juego de pelota consistente en hacerla botar sobre el suelo, Poll.9.103, Hsch., Eust.1601.33.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόρραξις: -εως, ἡ, παιδιὰ διὰ σφαίρας, συνήθης καὶ σήμερον· ὁ παίζων ῥίπτει μεθ’ ὁρμῆς τὴν σφαῖραν εἰς τὸ ἔδαφος, καὶ ἀναπηδῶσαν ἀποκρούει αὐτὴν ὀπίσω πολλάκις, «ἐδει τὴν σφαῖραν εὐτόνως πρὸς τὸ ἔδαφος ῥήξαντα, ὑποδεξάμενον τὸ πήδημα τῆς σφαίρας, τῇ χειρὶ πάλιν ἀντιπέμψαι, καὶ τὸ πλῆθος τῶν πηδημάτων ἠριθμεῖτο» Πολυδ. Θ΄, 103, 105, Εὐστ. 1601. 53.

German (Pape)

ἡ, eine Art Ballspiel, wobei der Ball immer zurückgeschlagen wird, immer hin und her prallt, Poll. 9.103, 105; Hesych.