οἰκτειρέω: Difference between revisions
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[οἰκτειρέω]], fut. -ήσω later form of [[οἰκτείρω]], NTest.] | |mdlsjtxt=[[οἰκτειρέω]], fut. -ήσω later form of [[οἰκτείρω]], NTest.] | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=Sp., = [[οἰκτείρω]], im fut. und aor., vgl. Lobeck <i>Phryn</i>. 741. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:52, 24 November 2022
English (LSJ)
or οἰκτ-ηρέω, v. οἰκτίρω.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκτειρέω: μεταγενέστ. τύπος τοῦ οἰκτείρω, ἀλλ’ ἀπαντῶν μόνον ἐν τῷ μέλλοντι οἰκτειρήσω Σχόλ. Ὀδ. Δ. 740, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΡΑ΄, 13, 14), Καιν. Διαθ.: ἀόρ. ᾠκτείρησσα Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 353· παθ. ἀόρ. οἰκτειρηθῆναι αὐτόθι. 637. - Ἐντεῦθεν οἰκτείρημα, τό, = οἰκτιρμός, Ἑβδ. (Ἱερεμ. ΛΗ΄, 3), Καιν. Διαθ.· οἰκτείρησις, εως, ἡ, Κλήμ. Ἀλ. Πρβλ. Λοβ. Φρύν. 741.
Greek Monotonic
οἰκτειρέω: μέλ. -ήσω, μεταγεν. τύπος του οἰκτείρω, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
οἰκτειρέω, fut. -ήσω later form of οἰκτείρω, NTest.]
German (Pape)
Sp., = οἰκτείρω, im fut. und aor., vgl. Lobeck Phryn. 741.