κυλλόπους: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt

Menander, Monostichoi, 492
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυλλόπους]], -πουν (Α)<br />αυτός που έχει στραβά πόδια, [[στραβοπόδης]], [[κουτσός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κυλλός]] <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]]), [[πρβλ]]. [[πλατύπους]], [[ωκύπους]]].
|mltxt=[[κυλλόπους]], -πουν (Α)<br />αυτός που έχει στραβά πόδια, [[στραβοπόδης]], [[κουτσός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κυλλός]] <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]]), [[πρβλ]]. [[πλατύπους]], [[ωκύπους]]].
}}
{{pape
|ptext=-ποδος, ὁ, = [[κυλλοποδίων]], Aristodem. bei Ath. VIII.338a.
}}
}}

Revision as of 16:52, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυλλόπους Medium diacritics: κυλλόπους Low diacritics: κυλλόπους Capitals: ΚΥΛΛΟΠΟΥΣ
Transliteration A: kyllópous Transliteration B: kyllopous Transliteration C: kyllopous Beta Code: kullo/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, club-footed, Aristodem.8; θεοί Agatharch.7.

Greek (Liddell-Scott)

κυλλόπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, ἔχων κυλλούς, στρεβλοὺς πόδας, χωλόπους, Ἀριστόδ. παρ’ Ἀθην. 338Α, Ἀγαθαρχ. ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. 444. 10.

Greek Monolingual

κυλλόπους, -πουν (Α)
αυτός που έχει στραβά πόδια, στραβοπόδης, κουτσός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυλλός + -πους (< πούς), πρβλ. πλατύπους, ωκύπους].

German (Pape)

-ποδος, ὁ, = κυλλοποδίων, Aristodem. bei Ath. VIII.338a.